προσπνέω: Difference between revisions
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ, και ποιητ. τ. προσπνείω Α<br /><b>(μτβ.)</b> [[πνέω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[εμπνέω]] («πᾱσιν δ' ἥπιος ἥδε βροτοῑς μαλακούς... ἔρωτας προσπνέει», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>γραμμ.</b> [[προφέρω]] ή [[γράφω]] μια [[λέξη]] με [[δασεία]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[πνέω]], [[φυσώ]] («εὐθὺς ἡμῑν ἀπ' αὐτοῡ τοῡ τεμένους Ἀφροδίσιοι προσέπνευσαν αὖραι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> (ως τριτοπρόσ.) <i>προσπνέει</i><br />μυρίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πνέω]] «[[φυσώ]]»]. | |mltxt=ΜΑ, και ποιητ. τ. προσπνείω Α<br /><b>(μτβ.)</b> [[πνέω]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[εμπνέω]] («πᾱσιν δ' ἥπιος ἥδε βροτοῑς μαλακούς... ἔρωτας προσπνέει», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>γραμμ.</b> [[προφέρω]] ή [[γράφω]] μια [[λέξη]] με [[δασεία]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[πνέω]], [[φυσώ]] («εὐθὺς ἡμῑν ἀπ' αὐτοῡ τοῡ τεμένους Ἀφροδίσιοι προσέπνευσαν αὖραι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> (ως τριτοπρόσ.) <i>προσπνέει</i><br />μυρίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πνέω]] «[[φυσώ]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσπνέω:''' Επικ. -[[πνείω]]· μέλ. <i>-πνεύσομαι</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[πνέω]] [[εναντίον]], [[εμπνέω]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> απρόσ. με γεν., προσπνεῖ μοι [[κρεῶν]], μου έρχεται [[μυρωδιά]] κρέατος, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:40, 31 December 2018
English (LSJ)
poet. προσ-πνείω Theoc.17.52: fut. -πνεύσομαι:—
A blow or breathe upon, inspire, ἔρωτας l.c.; τῷ σώματι ζωήν Hierocl. in CA26p.478M.: —Pass., to be blown upon, προσπνείσθω τόπος ἀπὸ βορρᾶ Gp.2.27.1. 2 intr., blow to or over, τόποις Thphr.Vent.27; ἡμῖν . . π. αὖραι Luc.Am.12: impers., c. gen., ὡς ἡδύ μοι προσέπνευσε χοιρείων κρεῶν a sweet savour of pork is wafted to me, Ar.Ra.338. II Gramm., pronounce with the rough breathing, A.D.Pron.55.23:—Pass., Id.Synt.141.4, Seleuc. ap. Ath.9.398b.
German (Pape)
[Seite 778] (s. πνέω), anblasen, anwehen, προσπνεῖ μοι κρεῶν, sc. ὀσμή, Ar. Ran. 338. – Bei den Gramm = mit dem spiritus asper schreiben, aussprechen, z. B. Ath. IX, 398 b; Apoll. Dysc. synt. p. 141.
Greek (Liddell-Scott)
προσπνέω: ποιητ. -πνείω Θεόκρ. 17. 52· μέλλ. -πνεύσομαι· -πνέω ἐπί τινος, ἐπιπνέω, καταπνέω, ἐμπνέω, δεῖμα πρ. Σοφ. Ἀποσπ. 310· ἔρωτας Θεόκρ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Παθ., προσπνείσθω τόπος ἀπὸ βορρᾶ Γεωπ. 2. 27, 1. 2) ἀμεταβ., πνέω ἐπί τινος, ἡμῖν... πρ. αὖραι Λουκ. Ἔρωτ. 12· ἀπροσ., μετὰ γεν., προσπνεῖ μοι κρεῶν, μοὶ ἔρχεται εὐωδία κρέατος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 338. ΙΙ. παρὰ τοῖς γραμμ., θέτω δασεῖαν, Σέλευκος παρ’ Ἀθην. 398Β, Ἀπολλ. π. Συντάξ. σ. 144.
French (Bailly abrégé)
souffler ou s’exhaler vers ou sur, τινι.
Étymologie: πρός, πνέω.
Greek Monolingual
ΜΑ, και ποιητ. τ. προσπνείω Α
(μτβ.) πνέω πάνω σε κάτι, εμπνέω («πᾱσιν δ' ἥπιος ἥδε βροτοῑς μαλακούς... ἔρωτας προσπνέει», Θεόκρ.)
αρχ.
1. γραμμ. προφέρω ή γράφω μια λέξη με δασεία
2. (αμτβ.) πνέω, φυσώ («εὐθὺς ἡμῑν ἀπ' αὐτοῡ τοῡ τεμένους Ἀφροδίσιοι προσέπνευσαν αὖραι», Λουκιαν.)
3. (ως τριτοπρόσ.) προσπνέει
μυρίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + πνέω «φυσώ»].
Greek Monotonic
προσπνέω: Επικ. -πνείω· μέλ. -πνεύσομαι,
I. πνέω εναντίον, εμπνέω, σε Θεόκρ.
II. απρόσ. με γεν., προσπνεῖ μοι κρεῶν, μου έρχεται μυρωδιά κρέατος, σε Αριστοφ.