σησαμῆ: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-έα, ἡ, Α [[σήσαμον]]<br />[[γλύκισμα]] από φρυγανισμένο [[σουσάμι]] και [[μέλι]], [[παστέλι]].
|mltxt=-έα, ἡ, Α [[σήσαμον]]<br />[[γλύκισμα]] από φρυγανισμένο [[σουσάμι]] και [[μέλι]], [[παστέλι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σησᾰμῆ:''' ἡ, [[πολτός]] από ψημένο και αλεσμένο [[σουσάμι]], [[σουσαμόπιτα]], [[παστέλι]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 01:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σησᾰμῆ Medium diacritics: σησαμῆ Low diacritics: σησαμή Capitals: ΣΗΣΑΜΗ
Transliteration A: sēsamē̂ Transliteration B: sēsamē Transliteration C: sisami Beta Code: shsamh=

English (LSJ)

ἡ, contr. from σησαμέα (which occurs in Hdn.Gr.2.425),

   A a mixture of sesame-seeds, roasted and pounded with honey, an Athenian delicacy, given to guests at a wedding, Ar.Pax 869, Men.938; in pl., Amphis 9.3; wrongly written σησάμη in Hp.Int.42, etc.

German (Pape)

[Seite 876] ἡ, ein Gemisch von gerösteten u. zerstoßenen Sesamkörnern mit Honig, eine beliebte Leckerspeise in Athen, die dei Hochzeiten den ankommenden Gästen gereicht ward; von σησαμ οῦς unterschieden, Schol. Ar. Pax 834, wo Ar. vrbdt ὁ πλακοῦς πέπεπται, σησαμῆ συμπλάττεται.

Greek (Liddell-Scott)

σησᾰμῆ: ἡ, συνῃρ. ἐκ τοῦ σησαμέα (ὅπερ ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. 2. 306), μῖγμα σησάμου πεφρυγμένου καὶ κοπανισμένου μετὰ μέλιτος, εἶδος «χαλβᾶ», Ἀθηναϊκὸν ἥδυσμα προσφερόμενον εἰς τοὺς κεκλημένους εἰς γάμον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 869· ἐν τῷ πληθ., Ἄμφις ἐν «Γυναικ.» 1, Meineke εἰς Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 435· ἡμαρτημένως φέρεται σησάμη ἐν Ἱπποκρ. 355. 7, Γαλην. Γλωσσ., κλπ. Πρβλ. σησαμίς, -όεις. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 279.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
gâteau de sésame et de miel.
Étymologie: σησάμη.

Greek Monolingual

-έα, ἡ, Α σήσαμον
γλύκισμα από φρυγανισμένο σουσάμι και μέλι, παστέλι.

Greek Monotonic

σησᾰμῆ: ἡ, πολτός από ψημένο και αλεσμένο σουσάμι, σουσαμόπιτα, παστέλι, σε Αριστοφ.