συγκατακλίνω: Difference between revisions
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ [[κατακλίνω]], -<i>ομαι</i>]<br /><b>μέσ.</b> <i>συγκατακλίνομαι</i><br />[[πλαγιάζω]] με κάποιον, κατακλίνομαι [[μαζί]] με άλλον<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[βάζω]] κάποιον να πλαγιάσει ή να καθίσει με άλλον («τὴν Παυλῑναν... τῷ Μούνδῳ συγκατακλῑναι», Ζωναρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] κάποιον να καθίσει στο ίδιο [[ανάκλιντρο]] [[κατά]] το [[δείπνο]]<br /><b>2.</b> [[υποκλίνομαι]] ταυτοχρόνως με άλλον. | |mltxt=ΝΜΑ [[κατακλίνω]], -<i>ομαι</i>]<br /><b>μέσ.</b> <i>συγκατακλίνομαι</i><br />[[πλαγιάζω]] με κάποιον, κατακλίνομαι [[μαζί]] με άλλον<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[βάζω]] κάποιον να πλαγιάσει ή να καθίσει με άλλον («τὴν Παυλῑναν... τῷ Μούνδῳ συγκατακλῑναι», Ζωναρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] κάποιον να καθίσει στο ίδιο [[ανάκλιντρο]] [[κατά]] το [[δείπνο]]<br /><b>2.</b> [[υποκλίνομαι]] ταυτοχρόνως με άλλον. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συγκατακλίνω:''' [ῑ], μέλ. <i>-κλῐνῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ξαπλώνω]] κάποιον μαζί με κάποιον [[άλλο]] — Παθ., [[πλαγιάζω]] μαζί με κάποιον, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> Παθ. επίσης, [[ξαπλώνω]] στο ίδιο [[ανάκλιντρο]] με κάποιον κατά το [[δείπνο]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:44, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ],
A represent as lying with, τινὰ γαμετῇ Plu.2.655a, cf. Lib.Or.59.24:—Pass., lie with, Ar.Nu.49; συγκατακλιθέντες πλησιάζειν Arist. HA546a26; τινι with one, Clearch.6, Plu.2.138d. 2 make to lie with at table, νέῳ νέον ib.618e:—Pass., ᾄσεται ξυγκατακλινείς Ar. Ach.981 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 965] mit, zusammen, neben einander legen, pass. zusammen, daneben liegen, Ar. Nubb. 50 Ach. 943, bei Tische, Ath. VII, 289 d; τὴν νύμφην τῷ νυμφίῳ, Plut. praec. conj. p. 411, συνεκλίθη τινί, Symp. 1, 2, 3; συγκλιθήσεται, Xen. Eph. 1, 7.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατακλίνω: [ῑ], κατακλίνω τινὰ σύν τινι, τινὰ γαμετῇ Πλούτ. 2. 665Α. ― Παθ., πλαγιάζω μετά τινος, κατακλίνομαι ὁμοῦ, Ἀριστοφ. Νεφ. 49· συγκατακλιθέντες πλησιάζειν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 23· τινι, μετά τινος, Πλούτ. 2. 138D, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 516Β. 2) Παθ., ὡσαύτως, κατακλίνομαι ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ ἀνακλίντρου μετ’ ἄλλου κατὰ τὸ δεῖπνον, ᾄσεται ξυγκατακλινεὶς Ἀριστοφ. Ἀχ. 981.
French (Bailly abrégé)
faire coucher avec : τινά τινι une personne avec une autre ; Pass. coucher avec, τινι.
Étymologie: σύν, κατακλίνω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ κατακλίνω, -ομαι]
μέσ. συγκατακλίνομαι
πλαγιάζω με κάποιον, κατακλίνομαι μαζί με άλλον
μσν.-αρχ.
βάζω κάποιον να πλαγιάσει ή να καθίσει με άλλον («τὴν Παυλῑναν... τῷ Μούνδῳ συγκατακλῑναι», Ζωναρ.)
αρχ.
1. βάζω κάποιον να καθίσει στο ίδιο ανάκλιντρο κατά το δείπνο
2. υποκλίνομαι ταυτοχρόνως με άλλον.
Greek Monolingual
ΝΜΑ κατακλίνω, -ομαι]
μέσ. συγκατακλίνομαι
πλαγιάζω με κάποιον, κατακλίνομαι μαζί με άλλον
μσν.-αρχ.
βάζω κάποιον να πλαγιάσει ή να καθίσει με άλλον («τὴν Παυλῑναν... τῷ Μούνδῳ συγκατακλῑναι», Ζωναρ.)
αρχ.
1. βάζω κάποιον να καθίσει στο ίδιο ανάκλιντρο κατά το δείπνο
2. υποκλίνομαι ταυτοχρόνως με άλλον.
Greek Monotonic
συγκατακλίνω: [ῑ], μέλ. -κλῐνῶ,
1. ξαπλώνω κάποιον μαζί με κάποιον άλλο — Παθ., πλαγιάζω μαζί με κάποιον, σε Αριστοφ.
2. Παθ. επίσης, ξαπλώνω στο ίδιο ανάκλιντρο με κάποιον κατά το δείπνο, στον ίδ.