συμπήγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
(Bailly1_5)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> συνέπηξα;<br /><i>litt.</i> ficher <i>ou</i> fixer ensemble ; assembler, construire ; faire coaguler;<br /><i><b>Moy.</b></i> συμπήγνυμαι construire pour soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πήγνυμι]].
|btext=<i>ao.</i> συνέπηξα;<br /><i>litt.</i> ficher <i>ou</i> fixer ensemble ; assembler, construire ; faire coaguler;<br /><i><b>Moy.</b></i> συμπήγνυμαι construire pour soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πήγνυμι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμπήγνυμι:''' και -ύω, μέλ. <i>-πήξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[τοποθετώ]] στέρεα δίπλα δίπλα, [[συναρμόζω]], [[συνδέω]], [[κατασκευάζω]], σε Πίνδ., Ευρ. κ.λπ. — Μέσ., [[συναρμόζω]], [[κατασκευάζω]] για τον εαυτό μου, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[στερεώνω]], κάνω [[κάτι]] συμπαγές, [[συμπυκνώνω]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 01:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπήγνῡμι Medium diacritics: συμπήγνυμι Low diacritics: συμπήγνυμι Capitals: ΣΥΜΠΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: sympḗgnymi Transliteration B: sympēgnymi Transliteration C: sympignymi Beta Code: sumph/gnumi

English (LSJ)

and συμπηγνύω (Arist.Resp. 472a34, Epicur.Nat.14.5):—

   A put together, construct, frame, τάφον E. Supp.938; ψεύσταν λόγον Pi.N.5.29; στέγασμα Pl.Ti.73d; σύριγγα Theoc.8.23, etc.; τινὰ ἐξ ἄλλων Epicur.l.c.; τὴν οὐσίαν ἐκ . . Plu.2.1118e:—Med., construct for oneself, δίφρον Critias 2.11, cf. Luc. D Deor.25.3, Am.53; μηχανάς App.Mith.30.    2 Pass., with pf. 2 συμπέπηγα, to be compounded, Anaxag.4, Pl.Ti.46b; of the human frame, Hp.VM20, Them.Or.21.249c.    II make solid, congeal, condense, Il.5.902 (v. sub ἐπείγω 111.2); σ. τὸ σῶμα Arist. l.c., cf. Pl. Ti.85d:—Pass., with pf. 2, become solid, to be condensed, ib.59e,81b,91b, etc.; of calculi in the bladder, Hp..9.

German (Pape)

[Seite 987] u. -πηγνύω (s. πήγνυμι), zusammenfügen, verbinden, fest, dicht machen; γάλα συνέπηξεν, er machte die Milch gerinnen, Il. 5, 902; συνέπαξε λόγον, Pind. N. 5, 29; συμπήξας τάφον, Eur. Suppl. 962; μετὰ τοῦ ψύχους ξυμπηγνύασι, Plat. Tim. 85 d; u. pass., wie das intr. perf. II. act., fest werden, gerinnen, μυελὸν ξυμπεπηγότα 91 a, τὸ ἐπὶ γῆς ξυμπαγέν 59 e, u. öfter, u. Sp., wie Luc. D. D. 25, 3.

Greek (Liddell-Scott)

συμπήγνῡμι: καὶ -ύω· μέλλ. -πήξω. Πήγνυμι ὁμοῦ, συναρμόζω, κατασευάζω, τάφον Εὐρ. Ἱκέτ. 938· ψεύσταν λόγον Πινδ. Ν. 5. 53· στέγασμα Πλάτ. Τίμ. 73D· σύριγγα Θεόκρ. 8. 23, κτλ.· σ. τὴν οὐσίαν ἐκ..., Πλουτ. 2. 1118D. ― Μέσ., κατασκευάζω δι’ ἐμαυτόν, σ. δίφρον Κριτίας 1. 10, πρβλ. Λουκ. Θεῶν Διαλ. 25. 3, Ἔρωτ. 53. 2) Παθ., μετὰ β΄ πρκμ. συμπέπηγα, συντίθεμαι, σύγκειμαι, Ἀναξαγ. 4, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 46B· ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 16. ΙΙ. ποιῶ τι στερεόν, συμπαγές, «πήζω» συμπυκνῶ, Ἰλ. Ε. 902 (ἴδε ἐν λέξ. ἐπείγω ΙΙΙ. 2)· σ. τὸ σῶμα Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 4, 8, πρβλ. Πλάτ. Τίμ. 85D· ― Παθ. μετὰ β΄ πρκμ., γίνομαι στερεός, συμπυκνοῦμαι, αὐτόθι 59E, 81B, 91A, κτλ.· ἐπὶ λιθαρίων ἐν τῇ κύστει, Ἱππ. π. Ἀέρ. 286.

French (Bailly abrégé)

ao. συνέπηξα;
litt. ficher ou fixer ensemble ; assembler, construire ; faire coaguler;
Moy. συμπήγνυμαι construire pour soi, acc..
Étymologie: σύν, πήγνυμι.

Greek Monotonic

συμπήγνυμι: και -ύω, μέλ. -πήξω,
I. τοποθετώ στέρεα δίπλα δίπλα, συναρμόζω, συνδέω, κατασκευάζω, σε Πίνδ., Ευρ. κ.λπ. — Μέσ., συναρμόζω, κατασκευάζω για τον εαυτό μου, σε Λουκ.
II. στερεώνω, κάνω κάτι συμπαγές, συμπυκνώνω, σε Ομήρ. Ιλ.