συμβασιλεύω: Difference between revisions
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
(39) |
(6) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ [[βασιλεύω]]<br /><b>1.</b> [[βασιλεύω]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], [[ασκώ]] τη [[βασιλική]] [[εξουσία]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] («ὥς που και λέγεται συμβασιλεύοντα τὸν Ἀρχέλαον αὐτῷ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>θρησκ.</b> [[μετέχω]] κι εγώ στη [[βασιλεία]] τών ουρανών («καὶ ἡμεῑς ὑμῑν συμβασιλεύσωμεν», ΚΔ). | |mltxt=ΝΜΑ [[βασιλεύω]]<br /><b>1.</b> [[βασιλεύω]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], [[ασκώ]] τη [[βασιλική]] [[εξουσία]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]] («ὥς που και λέγεται συμβασιλεύοντα τὸν Ἀρχέλαον αὐτῷ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>θρησκ.</b> [[μετέχω]] κι εγώ στη [[βασιλεία]] τών ουρανών («καὶ ἡμεῑς ὑμῑν συμβασιλεύσωμεν», ΚΔ). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συμβᾰσιλεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[κυβερνώ]] ή [[βασιλεύω]] από κοινού με κάποιον, <i>τινί</i>, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:52, 31 December 2018
English (LSJ)
A rule, reign together with, τινι Plb.30.2.4, Plu.Lyc. 5, Luc.DDeor.16.2, etc.: metaph., 1 Ep.Cor.4.8: abs., 2 Ep.Ti.2.12.
German (Pape)
[Seite 978] mitherrschen, τῷ ἀδελφῷ, Pol. 30, 2, 4; Luc. D. D. 16, 2 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συμβᾰσῐλεύω: βασιλεύω ἢ κυβερνῶ ὁμοῦ μετά τινος, συμβαβασιλεύει τἀδελφῷ Πολύβ. 30. 2, 4, Πλουτάρχ. Λυκοῦργ. 5, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 16. 2, κλπ.
French (Bailly abrégé)
régner ensemble ou avec, τινι.
Étymologie: σύν, βασιλεύω.
English (Strong)
from σύν and βασιλεύω; to be co-regent (figuratively): reign with.
English (Thayer)
(T συνβασιλεύω so now WH (in examples as below); cf. σύν, v, II. at the end): future συμβασιλεύσω; 1st aorist συνεβασίλευσα; to reign together: τίνι, with one; properly, Polybius 30,2, 4; Lucian, dial. deor. 16,2; often in Plutarch (also in Dionysius Halicarnassus, Strabo); metaphorically, to possess supreme honor, liberty, blessedness, with one in the kingdom of God: Winer s Grammar, 41b. 5 N. 2; Buttmann, § 139,10); βαιλεύω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ βασιλεύω
1. βασιλεύω μαζί με κάποιον άλλο, ασκώ τη βασιλική εξουσία μαζί με κάποιον άλλο («ὥς που και λέγεται συμβασιλεύοντα τὸν Ἀρχέλαον αὐτῷ», Πλούτ.)
2. θρησκ. μετέχω κι εγώ στη βασιλεία τών ουρανών («καὶ ἡμεῑς ὑμῑν συμβασιλεύσωμεν», ΚΔ).
Greek Monolingual
ΝΜΑ βασιλεύω
1. βασιλεύω μαζί με κάποιον άλλο, ασκώ τη βασιλική εξουσία μαζί με κάποιον άλλο («ὥς που και λέγεται συμβασιλεύοντα τὸν Ἀρχέλαον αὐτῷ», Πλούτ.)
2. θρησκ. μετέχω κι εγώ στη βασιλεία τών ουρανών («καὶ ἡμεῑς ὑμῑν συμβασιλεύσωμεν», ΚΔ).
Greek Monotonic
συμβᾰσιλεύω: μέλ. -σω, κυβερνώ ή βασιλεύω από κοινού με κάποιον, τινί, σε Λουκ.