σύνθακος: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[σύνθωκος]].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[σύνθωκος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σύνθᾱκος:''' -ον, αυτός που κάθεται μαζί με κάποιον ή με [[συντροφιά]]· Ζηνὶ [[σύνθακος]] θρόνων, αυτή που μοιράζεται τον θρόνο του [[Δία]], σύνθρονη, λέγεται για την Αιδώ, σε Σοφ.· γενικά, [[συμμέτοχος]], [[σύντροφος]], [[συνέταιρος]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 01:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνθᾱκος Medium diacritics: σύνθακος Low diacritics: σύνθακος Capitals: ΣΥΝΘΑΚΟΣ
Transliteration A: sýnthakos Transliteration B: synthakos Transliteration C: synthakos Beta Code: su/nqakos

English (LSJ)

ον,

   A sitting with or together, ἔστι γὰρ Ζηνὶ σ. θρόνων Αἰδώς partner of his throne, S.OC1267.    2 generally, partner, E.Or.1637, Hipp.1093.

German (Pape)

[Seite 1024] mit, zugleich, beisammen oder dabei sitzend, Beisitzer, Gefährte; ἔστι γὰρ καὶ Ζηνὶ σύνθακος θρόνων Αἰδὼς ἐπ' ἔργοις πᾶσι, Soph. O. C. 1269; Eur. Or. 1637.

Greek (Liddell-Scott)

σύνθᾱκος: -ον, ὁ καθήμενος μετά τινος ἢ ὁμοῦ, ἔστι γὰρ Ζηνὶ σ. θρόνων Αἰδώς, μέτοχος τοῦ θρόνου αὐτοῦ, Σοφ. Ο. Κ. 1267, πρβλ. σύνεδρος, σύνθρονος· ― καθόλου, μέτοχος, κοινωνός, Εὐρ. Ὀρ. 1637.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui siège avec, τινι.
Étymologie: σύν, θᾶκος.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. σύνθωκος.

Greek Monotonic

σύνθᾱκος: -ον, αυτός που κάθεται μαζί με κάποιον ή με συντροφιά· Ζηνὶ σύνθακος θρόνων, αυτή που μοιράζεται τον θρόνο του Δία, σύνθρονη, λέγεται για την Αιδώ, σε Σοφ.· γενικά, συμμέτοχος, σύντροφος, συνέταιρος, σε Ευρ.