σύσπαστος: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source
(40)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο και συσπαστός, -ή, -ό / [[σύσπαστος]], -ον και συσπαστός, -όν, ΝΑ [[συσπῶ]]<br />ο κατασκευασμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να συσπάται, να συμπτύσσεται, να μαζεύεται («ὡς τὰ συσπαστὰ βαλάντια», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για μυ) αυτός που παρουσιάζει [[σύσπαση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[σύσπαστο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «συσπαστὸν ἐγχειρίδιον» — [[είδος]] μαχαιριού το οποίο χρησιμοποιούσαν στη [[σκηνή]] και του οποίου η [[λεπίδα]] έκλινε και εισχωρούσε στη [[λαβή]].
|mltxt=-η, -ο και συσπαστός, -ή, -ό / [[σύσπαστος]], -ον και συσπαστός, -όν, ΝΑ [[συσπῶ]]<br />ο κατασκευασμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να συσπάται, να συμπτύσσεται, να μαζεύεται («ὡς τὰ συσπαστὰ βαλάντια», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για μυ) αυτός που παρουσιάζει [[σύσπαση]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ.</b> [[σύσπαστο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «συσπαστὸν ἐγχειρίδιον» — [[είδος]] μαχαιριού το οποίο χρησιμοποιούσαν στη [[σκηνή]] και του οποίου η [[λεπίδα]] έκλινε και εισχωρούσε στη [[λαβή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σύσπαστος:''' -ον ή [[συσπαστός]], -όν, συσπασμένος, αυτός που κλείνεται με [[σύσπαση]], αυτός που είναι φτιαγμένος έτσι ώστε να συσπάται, να συστέλλεται, μαζεμένος, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 01:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύσπαστος Medium diacritics: σύσπαστος Low diacritics: σύσπαστος Capitals: ΣΥΣΠΑΣΤΟΣ
Transliteration A: sýspastos Transliteration B: syspastos Transliteration C: syspastos Beta Code: su/spastos

English (LSJ)

ον, or συσπαστός, όν,

   A capable of being drawn together, closed by drawing together, βαλλάντια Pl.Smp.190e, Gal.2.424, Ath. 11.783f; σ. ἐγχειρίδιον a stage-dagger, the blade of which runs back into the hilt, such as was used in the Ajax (815 sq.), Polem.Hist.95.

German (Pape)

[Seite 1042] zusammtengezogen, zusammenzuziehen, was sich zusammenziehen läßt, βαλάντια, Plat. Conv. 190 e.

Greek (Liddell-Scott)

σύσπαστος: -ον, ἢ συσπαστός, όν, (Λοβεκ. Παραλ. 490), ὁ συσπώμενος, ὁ κλειόμενος διὰ συσπάσεως, πεποιημένος οὕτως ὥστε νὰ συσπᾶται, νὰ σουφρώνεται, νὰ μαζώνεται, βαλλάντιον Πλάτ. Συμπ. 190Ε· ὡς τὰ συσπαστὰ βαλλάντια Ἀθήν. 783F· - τοιαῦτα βαλλάντια εἶναι καὶ νῦν ἐν χρήσει παρ’ ἡμῖν· κομψευόμεναι δὲ γυναῖκες ἐξαρτῶσι τοιαῦτα βαλλάντια ἐκ τῆς ζώνης, - σ. ἐγχειρίδιον, οὗ χρῆσις ἐγίνετο ἐπὶ τῆς σκηνῆς, καὶ τοῦ ὁποίου ἡ λεπὶς ὑπεχώρει καὶ εἰσεδύετο εἰς τὴν λαβήν, οἷον τὸ ξίφος οὗ χρῆσις ἐγίνετο ἐν τῇ παραστάσει τοῦ Αἴαντος (815 κἑξ.)· «συσπαστόν· τῶν τραγικῶν τι ἐγχειρίδιον ἐκαλεῖτο, ὡς Πολέμων (Ἀποσπ. 95) φησί, τὸ συντρέχον, ἐν Αἴαντος ὑποκρίσει» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui peut se resserrer, se fermer.
Étymologie: συσπάω.

Greek Monolingual

-η, -ο και συσπαστός, -ή, -ό / σύσπαστος, -ον και συσπαστός, -όν, ΝΑ συσπῶ
ο κατασκευασμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να συσπάται, να συμπτύσσεται, να μαζεύεται («ὡς τὰ συσπαστὰ βαλάντια», Αθήν.)
νεοελλ.
1. (για μυ) αυτός που παρουσιάζει σύσπαση
2. το ουδ. ως ουσ. βλ. σύσπαστο
αρχ.
φρ. «συσπαστὸν ἐγχειρίδιον» — είδος μαχαιριού το οποίο χρησιμοποιούσαν στη σκηνή και του οποίου η λεπίδα έκλινε και εισχωρούσε στη λαβή.

Greek Monotonic

σύσπαστος: -ον ή συσπαστός, -όν, συσπασμένος, αυτός που κλείνεται με σύσπαση, αυτός που είναι φτιαγμένος έτσι ώστε να συσπάται, να συστέλλεται, μαζεμένος, σε Πλάτ.