τιάρα: Difference between revisions

From LSJ

εὐηθείης ἠλιθίου ἀπηλλαγμένον → free from silly foolishness, many removes from folly

Source
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[τίαρις]] και [[τιάρας]], -ου, και ιων. τ. [[τιήρης]], -εω, ὁ, Α<br /><b>1.</b> (στην αρχαία Ανατολή και στο Βυζάντιο) [[επίσημο]] υψηλό και συμπαγές [[κάλυμμα]] της κεφαλής, [[σύμβολο]] θεών και της βασιλικής εξουσίας<br /><b>2.</b> [[κάλυμμα]] της κεφαλής τών Περσών στρατιωτών<br /><b>νεοελλ.</b><br />ημικυλινδρικό [[διάδημα]] που φορούν ως [[κόσμημα]] της κεφαλής οι γυναίκες<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />η [[μίτρα]] τών παπών της Ρώμης και τών ιεραρχών της αγγλικανικής Εκκλησίας<br /><b>μσν.</b><br />[[κουκούλα]] [[μοναχού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης, [[κατά]] μία [[άποψη]] φρυγικής. Τη λ. δανίστηκε η Λατινική, <b>πρβλ.</b> <i>tiara</i>].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[τίαρις]] και [[τιάρας]], -ου, και ιων. τ. [[τιήρης]], -εω, ὁ, Α<br /><b>1.</b> (στην αρχαία Ανατολή και στο Βυζάντιο) [[επίσημο]] υψηλό και συμπαγές [[κάλυμμα]] της κεφαλής, [[σύμβολο]] θεών και της βασιλικής εξουσίας<br /><b>2.</b> [[κάλυμμα]] της κεφαλής τών Περσών στρατιωτών<br /><b>νεοελλ.</b><br />ημικυλινδρικό [[διάδημα]] που φορούν ως [[κόσμημα]] της κεφαλής οι γυναίκες<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />η [[μίτρα]] τών παπών της Ρώμης και τών ιεραρχών της αγγλικανικής Εκκλησίας<br /><b>μσν.</b><br />[[κουκούλα]] [[μοναχού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης, [[κατά]] μία [[άποψη]] φρυγικής. Τη λ. δανίστηκε η Λατινική, <b>πρβλ.</b> <i>tiara</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τῐάρᾱ:''' [ᾱρ], ἡ και τῐάρας, -ου, Ιων. —τῐήρης, -εω, ὁ· περσικό [[κάλυμμα]] κεφαλιού, σε Ηρόδ. το οποίο φορούσε ο [[μεγάλος]] [[βασιλιάς]], σε Αισχύλ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 02:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῐάρᾱ Medium diacritics: τιάρα Low diacritics: τιάρα Capitals: ΤΙΑΡΑ
Transliteration A: tiára Transliteration B: tiara Transliteration C: tiara Beta Code: tia/ra

English (LSJ)

[ᾱρ], ἡ, and τῐάρας, ου, Ion. τῐήρης, εω, ὁ (as in Hdt.8.120):—

   A tiara, the Persian head-dress, esp. on solemn occasions, Hdt.1.132, 3.12 (v. πῖλος), 7.61, 8.120; worn by the great king, A. Pers.661 (lyr.); whose tiara was upright, X.An.2.5.23, Cyr.8.3.13, Phylarch.22J., Luc.Pisc.35.

German (Pape)

[Seite 1109] ἡ, bei Her. immer τιάρας od. τιήρης, ὁ, gleichbedeutend mit κυρβασία, κίδαρις, Poll. 7, 58, die Tiara, der Turban, die Kopfbedeckung der Perser, welche bes. bei feierlichen Gelegenheiten getragen zu sein scheint, vgl. Her. 1, 132. 2, 61. 8, 120, der auch 3, 12 πίλους τιάρας vrbdt, wo Strab. Ersteres durch πιλωτός erkl., Andere τιάρας als Apposition fassen; Aesch. βασιλείου τιήρας φάλαρον πιφαύσκων, Pers. 652; τὰς τιάρας Plat. Rep. VIII, 553 c; Xen. Cyr. 8, 3, 13 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

τιάρᾱ: [ᾱ], ἡ, καὶ τιάρας, ου, Ἰωνικ. τιήρης, εω, ὁ, (ὡς παρ’ Ἡροδ.)· - τὸ Περσικὸν τῆς κεφαλῆς κάλυμμα, ὃ ἐφόρουν μάλιστα ἐν ἐπισήμοις περιστάσεσιν, Ἡρόδ. 1, 132., 3. 12 (ἴδε ἐν λέξ. πῖλος), 7. 61., 8. 120· ἔφερε δὲ αὐτὴν ὁ μέγας βασιλεύς, Αἰσχυλ. Πέρσ. 661· ἐφόρει δὲ αὐτὴν ὀρθίαν, Ξεν. Ἀνάβ. 2. 5, 23, Φύλαρχ. 21· ἴδε τὰς λέξ. κυρβασία, κίδαρις, πρβλ. Λεξικ. Ἀρχαιοτ.· περιγράφεται ὑπὸ τοῦ Κουρτίου 3. 3, 19, regium capitis insigne, quod caerulea fascia alto distincta circumibat, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 8. 3, 13.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
tiare, sorte de turban, en forme de cône, coiffure des Perses ; ὀρθὴ τιάρα XÉN tiare droite ou royale.
Étym. persan tara.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και τίαρις και τιάρας, -ου, και ιων. τ. τιήρης, -εω, ὁ, Α
1. (στην αρχαία Ανατολή και στο Βυζάντιο) επίσημο υψηλό και συμπαγές κάλυμμα της κεφαλής, σύμβολο θεών και της βασιλικής εξουσίας
2. κάλυμμα της κεφαλής τών Περσών στρατιωτών
νεοελλ.
ημικυλινδρικό διάδημα που φορούν ως κόσμημα της κεφαλής οι γυναίκες
νεοελλ.-μσν.
η μίτρα τών παπών της Ρώμης και τών ιεραρχών της αγγλικανικής Εκκλησίας
μσν.
κουκούλα μοναχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης, κατά μία άποψη φρυγικής. Τη λ. δανίστηκε η Λατινική, πρβλ. tiara].

Greek Monotonic

τῐάρᾱ: [ᾱρ], ἡ και τῐάρας, -ου, Ιων. —τῐήρης, -εω, ὁ· περσικό κάλυμμα κεφαλιού, σε Ηρόδ. το οποίο φορούσε ο μεγάλος βασιλιάς, σε Αισχύλ., Ξεν.