ὑπεκχωρέω: Difference between revisions
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
(Bailly1_5) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> s’éloigner un peu <i>ou</i> doucement;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> se retirer, s’éloigner de, gén. ; ὑπ. [[τῷ]] θανάτῳ PLAT reculer devant la mort, se soustraire à la mort ; ὑπ. τινι se retirer devant qqn, céder sa place à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐκχωρέω]]. | |btext=-ῶ :<br /><b>1</b> s’éloigner un peu <i>ou</i> doucement;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> se retirer, s’éloigner de, gén. ; ὑπ. [[τῷ]] θανάτῳ PLAT reculer devant la mort, se soustraire à la mort ; ὑπ. τινι se retirer devant qqn, céder sa place à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐκχωρέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπεκχωρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αποσύρομαι ή απομακρύνομαι [[αργά]] ή [[απαρατήρητος]], σε Ηρόδ.· με δοτ. προσ., αποσύρομαι, [[αποχωρώ]] και [[παραδίδω]], [[εκχωρώ]] τη [[θέση]] μου σε κάποιον [[άλλο]], σε Πλάτ.· [[ὑπεκχωρέω]] τῷ θανάτῳ, [[δίνω]] [[τόπο]] στον θάνατο, δηλ. [[ξεφεύγω]] απ' αυτόν, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A withdraw, retire, (sc. ἐκ τῆς Ἀττικῆς) Hdt.9.13,14; ὑ. τοῦ βίου Pl.Lg.785b: c. dat., retire and give place to another, Id.Phd.103d; ὑ. τῷ θανάτῳ make way for death, and so escape, ib. 106e. 2 to be purged, ἐπὴν φάρμακόν τις πιὼν κάτω καὶ ἄνω ὑπεκχωρέῃ Hp.Loc.Hom.33.
German (Pape)
[Seite 1187] von unten heraus od. heimlich weggehen, weichen; ἐκ τῆς Ἀττικῆς Her. 9, 13. 14; καὶ φεύγειν Plat. Phaed. 102 d, u. öfter; auch τοὺς ὑπεκχωροῦντας τοῦ βίου, die Abscheidenden, Legg. VI, 785 b; – durch den Stuhlgang weggehen.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεκχωρέω: ἀπομακρύνομαι ἢ ἀποσύρομαι ἡσύχως ἢ ἀπαρατήρητος, ἐκ τῆς Ἀττικῆς Ἡρόδ. 9. 13. 14· ὑπ. τοῦ βίου Πλάτ. Νόμ. 785Β· ― μετὰ δοτ. προσ., ἀποσύρομαι καὶ παραχωρῶ τὴν θέσιν μου εἰς ἕτερον, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 103D· ὑπ. τῷ θανάτῳ, δίδω τόπον εἰς τὸν θάνατον, ὅθεν ἐκφεύγω αὐτόν, αὐτόθι 106Ε.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 s’éloigner un peu ou doucement;
2 p. ext. se retirer, s’éloigner de, gén. ; ὑπ. τῷ θανάτῳ PLAT reculer devant la mort, se soustraire à la mort ; ὑπ. τινι se retirer devant qqn, céder sa place à qqn.
Étymologie: ὑπό, ἐκχωρέω.
Greek Monotonic
ὑπεκχωρέω: μέλ. -ήσω, αποσύρομαι ή απομακρύνομαι αργά ή απαρατήρητος, σε Ηρόδ.· με δοτ. προσ., αποσύρομαι, αποχωρώ και παραδίδω, εκχωρώ τη θέση μου σε κάποιον άλλο, σε Πλάτ.· ὑπεκχωρέω τῷ θανάτῳ, δίνω τόπο στον θάνατο, δηλ. ξεφεύγω απ' αυτόν, στον ίδ.