τρίχινος: Difference between revisions
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
(42) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[τρίχινος]], -ίνη, -ον, ΝΜΑ<br />κατασκευασμένος από [[τρίχες]] (α. «τρίχινα [[σχοινιά]]» β. «τριχίνους χιτῶνας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τρίχινον</i><br />[[ένδυμα]] υφασμένο από [[τρίχες]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[δορά]]) αυτός που έχει [[τρίχες]] («ἐνδύσονται δέρριν τριχίνην», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πήλ</i>-<i>ινος</i>)]. | |mltxt=-η, -ο / [[τρίχινος]], -ίνη, -ον, ΝΜΑ<br />κατασκευασμένος από [[τρίχες]] (α. «τρίχινα [[σχοινιά]]» β. «τριχίνους χιτῶνας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τρίχινον</i><br />[[ένδυμα]] υφασμένο από [[τρίχες]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για [[δορά]]) αυτός που έχει [[τρίχες]] («ἐνδύσονται δέρριν τριχίνην», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πήλ</i>-<i>ινος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τρίχῐνος:''' -η, -ον ([[θρίξ]], τριχ-ός), φτιαγμένος από [[τρίχες]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:16, 31 December 2018
English (LSJ)
η, ον,
A of hair, περικαλύμματα Pl.Plt.279e, cf. Poll.7.208; χιτῶνες X.An.4.8.3; σάκκοι, σάκκος, PSI4.427.3 (iii B. C.), PTeb.796.10 (ii B. C.), Apoc. 6.12, Sor.2.85, PGoodsp.Cair.30 xxxix 15 (ii A. D.); ἱδρῷα BGU1515 (iii B. C.); ῥάκη Alciphr.3.42.
German (Pape)
[Seite 1150] von, aus Haaren, hären; Plat. Polit. 279 e; Xen. An. 4, 8, 3; ῥάκη Alciphr. 3, 42.
Greek (Liddell-Scott)
τρίχῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ τριχῶν πεποιημένος, περικαλύμματα Πλάτ. Πολιτικ. 279Ε· χιτῶνες Ξεν. Ἀν. 4. 8, 3. ΙΙ. τρίχινον, τό, ἔνδυμα ἐκ τριχῶν, Πολυδ. Ζ΄, 208.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
fait de crin ou de poils.
Étymologie: θρίξ.
English (Strong)
from θρίξ; hairy, i.e. made of hair (mohair): of hair.
English (Thayer)
τρίχινη, τρίχινον (θρίξ, which see), made of hair (Vulg. cilicinus): σάκκος, b.). (Xenophon, Plato, the Sept., others.)
Greek Monolingual
-η, -ο / τρίχινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ
κατασκευασμένος από τρίχες (α. «τρίχινα σχοινιά» β. «τριχίνους χιτῶνας», Ξεν.)
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίχινον
ένδυμα υφασμένο από τρίχες
αρχ.
(για δορά) αυτός που έχει τρίχες («ἐνδύσονται δέρριν τριχίνην», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + κατάλ. -ινος (πρβλ. πήλ-ινος)].
Greek Monotonic
τρίχῐνος: -η, -ον (θρίξ, τριχ-ός), φτιαγμένος από τρίχες, σε Ξεν.