ὑποσείω: Difference between revisions
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
(44) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὑποσείω]] ΝΑ, και επικ. τ. ὑποσσείω Α [[σείω]]<br /><b>1.</b> [[σείω]] από [[κάτω]]<br /><b>2.</b> [[σείω]], [[κουνώ]] [[κάτι]] [[ελαφρά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοσκινίζω]] («ὑποσείσας τὸ λεπτότατον [[ἄλευρον]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προτείνω]] ή [[ρίχνω]] [[κάτι]] σε κάποιον. | |mltxt=[[ὑποσείω]] ΝΑ, και επικ. τ. ὑποσσείω Α [[σείω]]<br /><b>1.</b> [[σείω]] από [[κάτω]]<br /><b>2.</b> [[σείω]], [[κουνώ]] [[κάτι]] [[ελαφρά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κοσκινίζω]] («ὑποσείσας τὸ λεπτότατον [[ἄλευρον]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προτείνω]] ή [[ρίχνω]] [[κάτι]] σε κάποιον. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑποσείω:''' Επικ. ὑποσ-[[σείω]], μέλ. <i>-σω</i>, [[κουνώ]], [[σείω]], [[τραντάζω]] από [[κάτω]]· <i>ὑποσσείουσιν ἱμάντι</i>, το έθεσαν σε [[κίνηση]] [[κάτω]] από, μέσω του ιμάντα [[χάρη]] στον οποίο περιστρέφεται το [[τρυπάνι]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:24, 31 December 2018
English (LSJ)
Ep. ὑποσσ-,
A rotate, spin round, οἱ δέ τ' ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι, of a stake, compared to an auger, Od.9.385; τὰ ὑποσείοντα κεφαλάς (vv. ll. -ήν, -ῆς), perh. a form of paralysis agitans, Hp.Coac.159. 2 sift out, v. ὑποσήθω. II hold out or throw to, ἄρτους Ael.NA7.13.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποσείω: Ἐπικ. ὑποσσ-, σείω ἢ κινῶ ὑποκάτω, οἱ δέ τ’ ἔνερθεν ὑποσσείουσιν ἱμάντι, ἐπὶ τοῦ ἱμάντος, δι’ οὗ περιστρέφεται τὸ τρύπανον, Ὀδ. Ι. 385· οἶνος ὑπ. τὴν κεφαλὴν Ρήτορ. (Walz) τ. 1, σ. 430. 2) κοσκινίζω, ὑποσείσας τὸ λεπτότερον ἄλευρον Γαλην. τ. 6, σ. 481, 15. ΙΙ. προτείνω ἢ ῥίπτω πρός τινα, ἄρτους Αἰλ. περὶ Ζῴων 7. 13.
French (Bailly abrégé)
1 secouer ou ébranler par-dessous;
2 agiter sous.
Étymologie: ὑπό, σείω.
Greek Monolingual
ὑποσείω ΝΑ, και επικ. τ. ὑποσσείω Α σείω
1. σείω από κάτω
2. σείω, κουνώ κάτι ελαφρά
αρχ.
1. κοσκινίζω («ὑποσείσας τὸ λεπτότατον ἄλευρον», Γαλ.)
2. προτείνω ή ρίχνω κάτι σε κάποιον.
Greek Monotonic
ὑποσείω: Επικ. ὑποσ-σείω, μέλ. -σω, κουνώ, σείω, τραντάζω από κάτω· ὑποσσείουσιν ἱμάντι, το έθεσαν σε κίνηση κάτω από, μέσω του ιμάντα χάρη στον οποίο περιστρέφεται το τρυπάνι, σε Ομήρ. Οδ.