ὠμόδροπος: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
(6) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὠμόδροπος:''' ον ([[δρέπω]]), αυτός που συλλέγεται [[πριν]] ωριμάσει· νομίμων ὠμοδρόπων [[προπάροιθεν]], λέγεται για εκείνον που δρέπει τα [[πρώτα]] νεαρά [[άνθη]] της [[παρθενίας]] [[πριν]] το γάμο, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ὠμόδροπος:''' ον ([[δρέπω]]), αυτός που συλλέγεται [[πριν]] ωριμάσει· νομίμων ὠμοδρόπων [[προπάροιθεν]], λέγεται για εκείνον που δρέπει τα [[πρώτα]] νεαρά [[άνθη]] της [[παρθενίας]] [[πριν]] το γάμο, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὠμόδροπος:''' сорванный раньше времени: ὠμοδρόπων νομίμων [[προπάροιθεν]] Aesch. раньше установленного обычаями срывания цветка, т. е. до законного брака. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A plucked unripe, νόμιμα ὠ., prop. the right of plucking the fresh fruit, metaph. for the rights of the marriage-bed, the husband's rights, A.Th.333(lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
ὠμόδροπος: -ον, ὁ ληφθείς, συλλεχθεὶς ἄωρος, νομίμων ὠμοδρόπων προπάροιθεν, πρὸ τῆς κατὰ νόμων διαπαρθενεύσεως, δηλ. πρὸ τοῦ γάμου ὅστις δρέπει τὰ πρῶτα νεαρὰ ἄνθη τῆς παρθενίας, Αἰσχύλ. Θήβ. 333.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
cueilli encore vert, càd avant l’âge en parl. de la virginité.
Étymologie: ὠμός, δρέπω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει κοπεί πρόωρα, ὠμότομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -δροπος (< δρέπω «κόβω»), πρβλ. μονό-δροπος].
Greek Monotonic
ὠμόδροπος: ον (δρέπω), αυτός που συλλέγεται πριν ωριμάσει· νομίμων ὠμοδρόπων προπάροιθεν, λέγεται για εκείνον που δρέπει τα πρώτα νεαρά άνθη της παρθενίας πριν το γάμο, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὠμόδροπος: сорванный раньше времени: ὠμοδρόπων νομίμων προπάροιθεν Aesch. раньше установленного обычаями срывания цветка, т. е. до законного брака.