προεκβάλλω: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(34)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προεκτείνω]], [[προβάλλω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> προεκτείνομαι, [[προεξέχω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκβάλλω]], [[ρίχνω]] έξω [[κάτι]] [[προηγουμένως]] («τὸ καλούμενον πώλιον αἱ ἵπποι προεκβάλλουσι πρὸ τοῡ πώλου», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εξάγω]] [[κάτι]] από [[κάτι]] [[άλλο]], [[αφού]] το συνθλίψω («προεκβάλλειν ἰκμάδα», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκβάλλω]] «[[εκτείνω]], [[εξάγω]] βίαια, [[πετώ]] έξω»].
|mltxt=ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προεκτείνω]], [[προβάλλω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> προεκτείνομαι, [[προεξέχω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκβάλλω]], [[ρίχνω]] έξω [[κάτι]] [[προηγουμένως]] («τὸ καλούμενον πώλιον αἱ ἵπποι προεκβάλλουσι πρὸ τοῡ πώλου», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εξάγω]] [[κάτι]] από [[κάτι]] [[άλλο]], [[αφού]] το συνθλίψω («προεκβάλλειν ἰκμάδα», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐκβάλλω]] «[[εκτείνω]], [[εξάγω]] βίαια, [[πετώ]] έξω»].
}}
{{elru
|elrutext='''προεκβάλλω:''' выбрасывать вперед, извергать из себя (π. τι [[πρό]] τινος Arst.).
}}
}}

Revision as of 06:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεκβάλλω Medium diacritics: προεκβάλλω Low diacritics: προεκβάλλω Capitals: ΠΡΟΕΚΒΑΛΛΩ
Transliteration A: proekbállō Transliteration B: proekballō Transliteration C: proekvallo Beta Code: proekba/llw

English (LSJ)

   A throw out, eject before, Arist.HA605a7; squeeze out first, ἰκμάδα Dsc.5.87.    II Astrol., calculate first, τὸν τῆς τύχης κλῆρον Cat.Cod.Astr.1.167.

German (Pape)

[Seite 718] (s. βάλλω), vorher herauswerfen, Arist. H. A. 8, 24 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προεκβάλλω: ἐκβάλλω πρότερον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24. 10.

Greek Monolingual

ΝΑ
νεοελλ.
1. προεκτείνω, προβάλλω
2. (αμτβ.) προεκτείνομαι, προεξέχω
αρχ.
1. εκβάλλω, ρίχνω έξω κάτι προηγουμένως («τὸ καλούμενον πώλιον αἱ ἵπποι προεκβάλλουσι πρὸ τοῡ πώλου», Αριστοτ.)
2. εξάγω κάτι από κάτι άλλο, αφού το συνθλίψω («προεκβάλλειν ἰκμάδα», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκβάλλω «εκτείνω, εξάγω βίαια, πετώ έξω»].

Russian (Dvoretsky)

προεκβάλλω: выбрасывать вперед, извергать из себя (π. τι πρό τινος Arst.).