ὀρρωδέω: Difference between revisions
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
(5) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀρρωδέω:''' Ιων. [[ἀρρ-]], μέλ. <i>-ήσω</i>, [[φοβάμαι]], [[τρέμω]], [[ζαρώνω]] από το φόβο μου, με αιτ., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., [[φοβάμαι]] για ή εξαιτίας κάποιου πράγματος, σε Ηρόδ.· ομοίως, ὀρρωδῶ [[περί]] τινος κ.λπ. (ο [[σχηματισμός]] του φανερώνει ηχομιμ. [[λέξη]], για να εκφράσει το [[τρέμουλο]] που προέρχεται από τον φόβο). | |lsmtext='''ὀρρωδέω:''' Ιων. [[ἀρρ-]], μέλ. <i>-ήσω</i>, [[φοβάμαι]], [[τρέμω]], [[ζαρώνω]] από το φόβο μου, με αιτ., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., [[φοβάμαι]] για ή εξαιτίας κάποιου πράγματος, σε Ηρόδ.· ομοίως, ὀρρωδῶ [[περί]] τινος κ.λπ. (ο [[σχηματισμός]] του φανερώνει ηχομιμ. [[λέξη]], για να εκφράσει το [[τρέμουλο]] που προέρχεται από τον φόβο). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀρρωδέω:''' ион. [[ἀρρωδέω]] бояться, страшиться, опасаться (τι Her., Eur., Thuc.; ὀρρωδῶ, μὴ [[τοὐναντίον]] γένηται Plat.): ὀ. περί τινος Thuc. и [[ὑπέρ]] τινος Lys. бояться за что-л.; ὀρρωδῶν [[θανεῖν]] Eur. боясь за жизнь (сына). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:08, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. ἀρρ-,
A dread, shrink from, c. acc., Hdt.5.35, al., E. El.831, Ar.Eq.126, 541, al.; τήν τινος μανίαν Pl.Smp.213d : c. gen. rei, fear for or because of a thing, Hdt.1.111; so ὑπέρ τινος Lys.28.7 ; περί τινος And.2.7 ; περὶ τῷ ἐμαυτοῦ σώματι Th.6.9 ; ἀμφὶ θανάτου Aret.SA2.2 : folld. by a Relat. clause, ἀ. ὅτι . . Hdt.8.70 : more freq. ἀ. or ὀ. μὴ . ., Id.1.9, 156, Antipho 3.3.4, Pl.Euthphr.3a, etc.; ὅπως μὴ . . Hp.Mul.1.70 : also c. inf., ὀ. θανεῖν E.Hec.768 ; αὐτὸς ὀ. παθεῖν Id.Fr.130 : abs., Hdt.3.1,5.98.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρρωδέω: Ἰων. ἀρρ-: μέλλ. -ήσω· - φοβοῦμαι, τρέμω, «ζαρώνω», ἐνώπιόν τινος, μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 1. 3, κ. ἀλλ. (ἀείποτε ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ), Εὐρ. Ἠλ. 831, Ἀριστοφ. Ἱππ. 126, 541, κ. ἀλλ.· μετὰ γεν. πράγμ., φοβοῦμαι περί τινος, ἢ ἕνεκά τινος, Ἡρόδ. 1. 111· οὕτως, ὑπέρ τινος Λυσ. 180. 10· περί τινος Ἀνδοκ. 20. 30· περὶ τῷ ἐμαυτοῦ σώματι Θουκ. 6. 9· ἀμφὶ θανάτου Ἀρεταῖ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 2· - ὡσαύτως ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσ., ἀρρ. ὅτι.., Ἡρόδ. 8. 70· ἀλλὰ κοινότερον, ἀρρ. ἢ ὀρρ. μὴ.., ὁ αὐτ. 1. 9, 156, Ἀντιφῶν 122, ἐν τέλ. κτλ.· ὅπως μή.., Ἱππ. 618. 42· - ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., ὀρρ. θανεῖν Εὐρ. Ἑκάβ. 768· αὐτὸς ὀρρ. παθεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 128· - ἀπολ., Ἡρόδ. 3. 1., 5. 98 (Ὁ Ἰων. τύπος ἀρρωδέω ἀποδεικνύει ὅτι οὐδεμία συγγένεια ὑπάρχει πρὸς τὸ ὄρρος, cauda· πιθ., ὡς τὸ συγγενὲς Λατ. horreo, horresco, ἐσχηματίσθη κατ’ ὀνοματοποιίαν καὶ ἐκφράζει τὸν ἐκ τοῦ φόβου τρόμον.)
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. ὠρρώδουν, f. ὀρρωδήσω;
frémir de, avoir horreur de, redouter : τινα, qqn ; τι, ὑπέρ τινος, περί τινι, redouter qch, avoir des appréhensions au sujet de qch ; avec un inf., redouter de.
Étymologie: DELG étym. obscure.
Greek Monotonic
ὀρρωδέω: Ιων. ἀρρ-, μέλ. -ήσω, φοβάμαι, τρέμω, ζαρώνω από το φόβο μου, με αιτ., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., φοβάμαι για ή εξαιτίας κάποιου πράγματος, σε Ηρόδ.· ομοίως, ὀρρωδῶ περί τινος κ.λπ. (ο σχηματισμός του φανερώνει ηχομιμ. λέξη, για να εκφράσει το τρέμουλο που προέρχεται από τον φόβο).
Russian (Dvoretsky)
ὀρρωδέω: ион. ἀρρωδέω бояться, страшиться, опасаться (τι Her., Eur., Thuc.; ὀρρωδῶ, μὴ τοὐναντίον γένηται Plat.): ὀ. περί τινος Thuc. и ὑπέρ τινος Lys. бояться за что-л.; ὀρρωδῶν θανεῖν Eur. боясь за жизнь (сына).