διαμελίζω: Difference between revisions
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
(9) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[διαμελίζω]])<br /><b>1.</b> [[διαχωρίζω]] τα [[μέλη]], [[κόβω]] σε κομμάτια, [[κατατεμαχίζω]]<br /><b>2.</b> [[κομματιάζω]] και [[διαμοιράζω]] τα κομμάτια με άλλους («μελίζεται καὶ διαμελίζεται ὁ ἀμνὸς τοῡ Θεοῡ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>διά</i> <span style="color: red;">+</span> [[μελίζω]] «[[κόβω]] [[κάτι]] σε κομμάτια»]. | |mltxt=(AM [[διαμελίζω]])<br /><b>1.</b> [[διαχωρίζω]] τα [[μέλη]], [[κόβω]] σε κομμάτια, [[κατατεμαχίζω]]<br /><b>2.</b> [[κομματιάζω]] και [[διαμοιράζω]] τα κομμάτια με άλλους («μελίζεται καὶ διαμελίζεται ὁ ἀμνὸς τοῡ Θεοῡ»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>διά</i> <span style="color: red;">+</span> [[μελίζω]] «[[κόβω]] [[κάτι]] σε κομμάτια»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαμελίζω:''' разрывать на суставы, растерзывать (ταῖς χερσὶ ζῶντας Diod.; ζῷα διαμελιζόμενα Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A dismember, D.S.3.65:—Pass., LXXDa.3.29(96), Plu.2.993b.
German (Pape)
[Seite 589] zergliedern, zrrstückeln, Sp., wie D. Sic. 3, 64.
Greek (Liddell-Scott)
διαμελίζω: κατακόπτω εἰς μέλη, Διόδ. 3. 65· - διαμελισμός, ὁ, Πλούτ. 2. 355Β.
French (Bailly abrégé)
arracher les membres, mettre en pièces.
Étymologie: διά, μέλος.
Spanish (DGE)
desmembrar, descuartizar víctimas οἱ ἱερεῖς ... καθαρὰ ποιήσαντες διαμελίζουσι I.AI 3.227, τοὺς ἀσεβεῖς ... ταῖς τῶν γυναικῶν χερσὶ ζῶντας διαμελίζοντα descuartizando (Dioniso) a los impíos en vida por manos de las mujeres D.S.3.65, τοὺς μὲν διεμέλιζε, τοὺς δὲ ἀνεσταύρου D.S.35.12, en v. pas. ὃς ἂν βλασφημήσῃ εἰς τὸν κύριον ... διαμελισθήσεται LXX Da.3.96, cf. Plu.2.993b.
Greek Monolingual
(AM διαμελίζω)
1. διαχωρίζω τα μέλη, κόβω σε κομμάτια, κατατεμαχίζω
2. κομματιάζω και διαμοιράζω τα κομμάτια με άλλους («μελίζεται καὶ διαμελίζεται ὁ ἀμνὸς τοῡ Θεοῡ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + μελίζω «κόβω κάτι σε κομμάτια»].
Russian (Dvoretsky)
διαμελίζω: разрывать на суставы, растерзывать (ταῖς χερσὶ ζῶντας Diod.; ζῷα διαμελιζόμενα Plut.).