ἐπιπτύσσω: Difference between revisions
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
(13) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιπτύσσω]] (Α) [[πτύσσω]]<br /><b>1.</b> [[διπλώνω]] («ἐπιπτύξας τὸ γραμματεῑον», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] πτυχές, σούρες<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[ἐπιπτύσσομαι]]<br />διπλώνομαι και καλύπτομαι, κλείνομαι [[κάπου]] («τὴν ἐπιγλωττίδα... ἐπιπτύσσεσθαι δυναμένην ἐπὶ τὸ τῆς ἀρτηρίας [[τρῆμα]]», <b>Αριστοτ.</b>). | |mltxt=[[ἐπιπτύσσω]] (Α) [[πτύσσω]]<br /><b>1.</b> [[διπλώνω]] («ἐπιπτύξας τὸ γραμματεῑον», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάνω]] πτυχές, σούρες<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> [[ἐπιπτύσσομαι]]<br />διπλώνομαι και καλύπτομαι, κλείνομαι [[κάπου]] («τὴν ἐπιγλωττίδα... ἐπιπτύσσεσθαι δυναμένην ἐπὶ τὸ τῆς ἀρτηρίας [[τρῆμα]]», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιπτύσσω:''' складывать, закрывать (τὸ [[γραμματεῖον]] Luc.); med. складываться, закрываться (ἐπὶ τὸ [[τρῆμα]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A fold up, fold, γραμματεῖον Luc.Dem.Enc.25; ἱμάτιον περὶ τὰς ῥῖνας Dam.Isid.131: abs., produce folds, Gal.11.508:—Pass., to be folded over, Hp.Epid.6.8.28; of the epiglottis, ἐ. ἐπὶ τὸ τῆς ἀρτηρίας τρῆμα Arist.HA495a28, cf. PA664b28; of the vocal cords, Gal.UP7.13.
German (Pape)
[Seite 974] darüber falten, überdecken, Galen.; τὸ γραμματεῖον, das Buch zuschlagen, Luc. Dem. enc. 25. – Med. sich darüber legen, ἐπὶ τὸ τρῆμα, schließen, Arist. H. A. 1, 16; abs., sich schließen, part. anim. 3, 3; Hippocr.
French (Bailly abrégé)
plier sur ; fermer en pliant.
Étymologie: ἐπί, πτύσσω.
Greek Monolingual
ἐπιπτύσσω (Α) πτύσσω
1. διπλώνω («ἐπιπτύξας τὸ γραμματεῑον», Λουκιαν.)
2. κάνω πτυχές, σούρες
3. μέσ. ἐπιπτύσσομαι
διπλώνομαι και καλύπτομαι, κλείνομαι κάπου («τὴν ἐπιγλωττίδα... ἐπιπτύσσεσθαι δυναμένην ἐπὶ τὸ τῆς ἀρτηρίας τρῆμα», Αριστοτ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐπιπτύσσω: складывать, закрывать (τὸ γραμματεῖον Luc.); med. складываться, закрываться (ἐπὶ τὸ τρῆμα Arst.).