ἀφορμίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(7)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀφορμίζομαι]] (Α)<br />[[λύνω]] τα πλοία μου από το [[λιμάνι]], τα [[αφήνω]] να ταξιδέψουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>αφ</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>-) <span style="color: red;">+</span> <i>ορμίζομαι</i> (μέσ. του [[ορμίζω]]) <span style="color: red;"><</span> <i>όρμος</i> «[[καταφύγιο]], [[λιμάνι]]»].
|mltxt=[[ἀφορμίζομαι]] (Α)<br />[[λύνω]] τα πλοία μου από το [[λιμάνι]], τα [[αφήνω]] να ταξιδέψουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>αφ</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>απο</i>-) <span style="color: red;">+</span> <i>ορμίζομαι</i> (μέσ. του [[ορμίζω]]) <span style="color: red;"><</span> <i>όρμος</i> «[[καταφύγιο]], [[λιμάνι]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀφορμίζομαι:''' отталкивать от берега: ἀ. [[ναῦς]] χθονός Eur. отчаливать, отплывать.
}}
}}

Revision as of 06:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφορμίζομαι Medium diacritics: ἀφορμίζομαι Low diacritics: αφορμίζομαι Capitals: ΑΦΟΡΜΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: aphormízomai Transliteration B: aphormizomai Transliteration C: aformizomai Beta Code: a)formi/zomai

English (LSJ)

Med.,

   A loose one's ships from harbour, ναῦς E.IT18.

German (Pape)

[Seite 414] ναῦς χθονός, Schiffe (vom Ankerplatz) absegeln lassen, Eur. I. T. 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφορμίζομαι: λύω τὰ πλοῖά μου ἀπὸ τοῦ λιμένος, κάμνω ὥστε να ἐκπλεύσωσιν, Ἀγάμεμνον, οὐ μὴ ναῦς ἀφορμίσῃ χθονὸς πρὶν ἂν κτλ. Εὐρ. Ι. Τ. 18, ἔνθα ὅμως, ἀφορμήσῃ (ἢ -ει) ἐκ τοῦ ἀφορμάω, εἶναι ἡ πιθανὴ γραφή.

French (Bailly abrégé)

seul. ao. sbj. 2ᵉ sg. ἀφορμίσῃ;
faire sortir du port (ses vaisseaux).
Étymologie: ἀπό, ὁρμίζω.

Spanish (DGE)

soltar, largar amarras οὐ μὴ ναῦς ἀφορμίσῃ χθονός E.IT 18, cf. Th.2.83, pap. en Sitz.Heid.1923(2).p.23.

Greek Monolingual

ἀφορμίζομαι (Α)
λύνω τα πλοία μου από το λιμάνι, τα αφήνω να ταξιδέψουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. αφ- (< απο-) + ορμίζομαι (μέσ. του ορμίζω) < όρμος «καταφύγιο, λιμάνι»].

Russian (Dvoretsky)

ἀφορμίζομαι: отталкивать от берега: ἀ. ναῦς χθονός Eur. отчаливать, отплывать.