καταδυναστεύω: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
(5)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταδῠναστεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[καταπιέζω]], σε Ξεν.
|lsmtext='''καταδῠναστεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[καταπιέζω]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''καταδῠναστεύω:''' <b class="num">1)</b> притеснять, угнетать (τῶν πολιτῶν Diod.);<br /><b class="num">2)</b> перен. подавлять, губить (τινά Xen.);<br /><b class="num">3)</b> pass. быть одержимым (οἱ καταδυναστευόμενοι ὑπὸ τοῦ διαβόλου NT).
}}
}}

Revision as of 06:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδῠναστεύω Medium diacritics: καταδυναστεύω Low diacritics: καταδυναστεύω Capitals: ΚΑΤΑΔΥΝΑΣΤΕΥΩ
Transliteration A: katadynasteúō Transliteration B: katadynasteuō Transliteration C: katadynasteyo Beta Code: katadunasteu/w

English (LSJ)

   A oppress, τινα LXXEx.1.13,al.; τοὺς πτωχοὺς ἀπὸ τῆς γῆς ib.Am.8.4: metaph., δέδοικα μὴ πλοῦτός με -εύσῃ X.Smp.5.8; τινος D.S.13.73, Ep.Jac.2.6: abs., Str.16.1.26, Ph.1.421, Plu.2.367d:—Pass., to be oppressed, PPetr.3p.74 (iii B.C.), LXXNe.5.5, D.S.37.8; ὑπό τινος Str.6.2.4; ὑπὸ τοῦ διαβόλου Act.Ap.10.38; ταῦτα -εύετο ἕκαστα these districts were under their several rulers, Str.7.7.8.    2 get control, abs., of mutineers, Ps.-Ptol. Centil.56.

German (Pape)

[Seite 1347] seine Gewalt gegen Einen brauchen, ihn unterdrücken, bezwingen, in seine Gewalt bekommen; καταδυναστεῦον ἢ καταβιαζόμενον Plut. de Is. et Osir. 41; oft LXX. u. a. Sp., τῶν πολιτῶν D. Sic. 13, 73; pass., ἐλευθεροῦν τοὺς ὑπὸ τῶν βαρβάρων καταδυναστευομένους Strab. VI, 270; N. T.

Greek (Liddell-Scott)

καταδῠναστεύω: ἐξασκῶ δυναστείαν ἐπί τινος, καταθλίβω, τινὰ Ξεν. Συμπ. 5,8, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Α´, 13, κ. ἀλλ.)· τινὸς Διόδ. 13. 73, ἴδε Σουΐδ.· ἀπολ., Στράβ. 747, Πλούτ. 2. 367D.―Παθ., καταπιέζομαι, ὑπό τινος Στράβ. 270, Διοδ. Ἐκλογ. 611. 84, Ἑβδ. Νεεμ. Ε´, 5), Παλ. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

opprimer, tyranniser, acc. ou gén..
Étymologie: κατά, δυναστεύω.

English (Strong)

from κατά and a derivative of δυνάστης; to exercise dominion against, i.e. oppress: oppress.

English (Thayer)

(κατάθεμα) καταθεματος, τό, equivalent to κατανάθεμα(which see), of which it seems to be a vulgar corruption by syncope (cf. Koumanoudes, συναγωγή λέξεων ἀθησαυρων κτλ., under the word κατας); a curse; by metonymy, worthy of execration, an accursed thing: κατανάθεμα; cf. Justin Martyr, quaest. et resp. 121, at the end; ' Teaching' 16,5 [ET]). Not found in secular authors.

Greek Monolingual

(AM καταδυναστεύω)
καταπιέζω κάποιον, ασκώ αυθαίρετη, δεσποτική εξουσία ή επιρροή
αρχ.
1. παθ. καταδυναστεύομαι
κυβερνώμαι
2. (για στασιαστές) έχω υπό την εξουσία μου.

Greek Monotonic

καταδῠναστεύω: μέλ. -σω, καταπιέζω, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

καταδῠναστεύω: 1) притеснять, угнетать (τῶν πολιτῶν Diod.);
2) перен. подавлять, губить (τινά Xen.);
3) pass. быть одержимым (οἱ καταδυναστευόμενοι ὑπὸ τοῦ διαβόλου NT).