καρός: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
(19)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καρός]], ὁ (Α) [[καρώ]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κωφός]], οἱ δὲ [[σκοτόδινος]]. [[βόσκημα]]. [[ἐγκέφαλος]] ([[ἔγκαρος]]). ὠνή. [[καιρός]], ἤ [[φθορά]]».
|mltxt=[[καρός]], ὁ (Α) [[καρώ]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κωφός]], οἱ δὲ [[σκοτόδινος]]. [[βόσκημα]]. [[ἐγκέφαλος]] ([[ἔγκαρος]]). ὠνή. [[καιρός]], ἤ [[φθορά]]».
}}
{{elru
|elrutext='''κᾱρός:''' ὁ дор. Theocr. v. l. = [[κηρός]].
}}
}}

Revision as of 06:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρός Medium diacritics: καρός Low diacritics: καρός Capitals: ΚΑΡΟΣ
Transliteration A: karós Transliteration B: karos Transliteration C: karos Beta Code: karo/s

English (LSJ)

κωφός, οἱ δὲ σκοτόδινος, Hsch. κάρουα, Lacon.,

   A = κάρυα, Id.

Greek (Liddell-Scott)

καρός: «κωφός. οἱ δὲ σκοτόδινος. βόσκημα. ἐγκέφαλος (ἔγκαρος). ὠνή. καιρός, ἢ φθορὰ» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

1οῦ (ὁ) :
sommeil profond, engourdissement.
Étymologie: DELG κάρ, idée de « avoir la tête lourde ».
2v. κάρ².

English (Autenrieth)

defect. gen.: doubtful word, only τίω σέ μιν ἐν καρὸς αἴσῃ, ‘the value of a straw,’ ‘not a whit,’ Il. 9.378.

Greek Monolingual

καρός, ὁ (Α) καρώ
(κατά τον Ησύχ.) «κωφός, οἱ δὲ σκοτόδινος. βόσκημα. ἐγκέφαλος (ἔγκαρος). ὠνή. καιρός, ἤ φθορά».

Russian (Dvoretsky)

κᾱρός: ὁ дор. Theocr. v. l. = κηρός.