ὑομουσία: Difference between revisions
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑομουσία:''' [ῠ], ἡ, χοιρομουσική, πρόστυχο [[γούστο]] στη [[μουσική]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ὑομουσία:''' [ῠ], ἡ, χοιρομουσική, πρόστυχο [[γούστο]] στη [[μουσική]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑομουσία:''' ἡ ирон. свиной (художественный) вкус Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:04, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], ἡ,
A swine's music, swinish taste in music, Ar.Eq.986(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1179] ἡ, Saumusik oder Saugesang, Ar. Equ. 981.
Greek (Liddell-Scott)
ὑομουσία: ἡ, χοιρομουσική, χοιρίνη πρὸς μουσικὴν διάθεσις, «χοιρῳδία, ἀπαιδευσία» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 986.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
éducation de porc.
Étymologie: ὗς, μοῦσα.
Greek Monolingual
ἡ, Α
απαιδευσία στα σχετικά με τη μουσική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + -μουσία (< -μουσος < μοῦσα), πρβλ. φιλο-μουσία].
Greek Monotonic
ὑομουσία: [ῠ], ἡ, χοιρομουσική, πρόστυχο γούστο στη μουσική, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ὑομουσία: ἡ ирон. свиной (художественный) вкус Arph.