συσπαράσσω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
(6)
(4b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συσπᾰράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[κατακομματιάζω]], [[κατακόβω]], [[καταξεσχίζω]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''συσπᾰράσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>, [[κατακομματιάζω]], [[κατακόβω]], [[καταξεσχίζω]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''συσπαράσσω:''' растерзывать ([[ῥῆξαι]] καὶ συσπαράξαι τινά NT).
}}
}}

Revision as of 07:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσπᾰράσσω Medium diacritics: συσπαράσσω Low diacritics: συσπαράσσω Capitals: ΣΥΣΠΑΡΑΣΣΩ
Transliteration A: sysparássō Transliteration B: sysparassō Transliteration C: sysparasso Beta Code: suspara/ssw

English (LSJ)

Att. συσπαράττω,

   A tear in pieces, Ev.Luc.9.42, Max.Tyr. 13.5.

German (Pape)

[Seite 1042] att. -ττω, mit, zugleich zerzausen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συσπᾰράσσω: Ἀττ. -ττω, διασπαράττω, ἔτι δὲ προσερχομένου αὐτοῦ ἔρρηξεν αὐτὸν τὸ δαιμόνιον καὶ συνεσπάραξεν Εὐαγγ. κ. Λουκ. θ΄, 42, Μάξ. Τύρ. 13, 5.

French (Bailly abrégé)

mettre en pièces en même temps ; tourmenter en même temps.
Étymologie: σύν, σπαράσσω.

English (Strong)

from σύν and σπαράσσω; to rend completely, i.e. (by analogy) to convulse violently: throw down.

English (Thayer)

1st aorist συνεσπάραξα; to convulse completely (see ῤήγνυμι, c.): τινα, L T Tr marginal reading WH; Max. Tyr. diss. 13,5.)

Greek Monolingual

και αττ. τ. συσπαράττω Α
σχίζω σε κομμάτια («ἔρρηξεν αὐτὸν τὸ δαιμόνιον καὶ συνεσπάραξεν», ΚΔ).

Greek Monotonic

συσπᾰράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, κατακομματιάζω, κατακόβω, καταξεσχίζω, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

συσπαράσσω: растерзывать (ῥῆξαι καὶ συσπαράξαι τινά NT).