ἀντεκπλέω: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντεκπλέω:''' μέλ. -[[πλεύσομαι]], [[εκπλέω]] [[εναντίον]] κάποιου, <i>τινί</i>, σε Θουκ. | |lsmtext='''ἀντεκπλέω:''' μέλ. -[[πλεύσομαι]], [[εκπλέω]] [[εναντίον]] κάποιου, <i>τινί</i>, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντεκπλέω:''' воен. выплывать против (кого-л.) (τινι Thuc.; ἑξακοσίαις ναυσίν Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:28, 31 December 2018
English (LSJ)
A sail out against, τινί Th.4.13: abs., Plu.Lys.10.
German (Pape)
[Seite 245] (s. πλέω), gegen Einen mit der Flotte auslaufen, Thuc. 4, 13 u. Sp., wie Plut. Lys. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεκπλέω: ἐκπλέω ἐναντίον τινὸς πλέοντος κατ’ ἐμοῦ, ἢν μὲν ἀντεκπλεῖν ἐθέλωσι σφῖσιν Θουκ. 4. 13· ἀπολ., Πλουτ. Λυσ. 10.
French (Bailly abrégé)
mettre à la voile à la rencontre de, τινι.
Étymologie: ἀντί, ἐκπλέω.
Spanish (DGE)
hacerse a la mar contra σφίσιν Th.4.13
•abs., Plu.Lys.10.
Greek Monolingual
ἀντεκπλέω (Α)
εκπλέω εναντίον κάποιου που πλέει εναντίον μου.
Greek Monotonic
ἀντεκπλέω: μέλ. -πλεύσομαι, εκπλέω εναντίον κάποιου, τινί, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντεκπλέω: воен. выплывать против (кого-л.) (τινι Thuc.; ἑξακοσίαις ναυσίν Plut.).