μηνάς: Difference between revisions
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μηνάς:''' -[[άδος]], ἡ, = [[μήνη]], [[φεγγάρι]], [[Σελήνη]], σε Ευρ. | |lsmtext='''μηνάς:''' -[[άδος]], ἡ, = [[μήνη]], [[φεγγάρι]], [[Σελήνη]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μηνάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ луна: μηνάδος [[αἴγλα]] Eur. лунное сияние. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:28, 31 December 2018
English (LSJ)
άδος, ἡ, = sq., E.Rh.534 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 174] άδος, ἡ, = Folgdm, μηνάδος αἴγλα, Eur. Rhes. 534.
Greek (Liddell-Scott)
μηνάς: -άδος, ἡ, = μήνη, ἡ σελήνη, Εὐρ. Ρῆσ. 534.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
la lune.
Étymologie: μήν².
Greek Monolingual
μηνάς, -άδος, ἡ (Α)
μήνη, σελήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας» + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. δρομ-άς, θαμν-άς)].
Greek Monotonic
μηνάς: -άδος, ἡ, = μήνη, φεγγάρι, Σελήνη, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μηνάς: άδος (ᾰδ) ἡ луна: μηνάδος αἴγλα Eur. лунное сияние.