συνεξοκέλλω: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(39) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[πέφτω]] στην [[ξηρά]] [[μαζί]] ή ταυτοχρόνως<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> παρεκτρέπομαι [[μαζί]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξοκέλλω]] «[[πέφτω]] στην [[ξηρά]]»]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[πέφτω]] στην [[ξηρά]] [[μαζί]] ή ταυτοχρόνως<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> παρεκτρέπομαι [[μαζί]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξοκέλλω]] «[[πέφτω]] στην [[ξηρά]]»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεξοκέλλω:''' одновременно поворачивать, уклоняться (εἴς τινα Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 31 December 2018
English (LSJ)
intr.,
A run aground together, c. dat., App.BC5.121: metaph., Plu.2.985c.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξοκέλλω: ἀμεταβ., ἐξοκέλλω ὁμοῦ, μεταφ., πορρωτέρω τοῦ πιθανοῦ συνεξοκείλας εἰς τὸν Ὀδυσσέα Πλούτ. 2. 985C.
French (Bailly abrégé)
se laisser détourner en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξοκέλλω.
Greek Monolingual
Α
1. πέφτω στην ξηρά μαζί ή ταυτοχρόνως
2. μτφ. παρεκτρέπομαι μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξοκέλλω «πέφτω στην ξηρά»].
Greek Monolingual
Α
1. πέφτω στην ξηρά μαζί ή ταυτοχρόνως
2. μτφ. παρεκτρέπομαι μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξοκέλλω «πέφτω στην ξηρά»].
Russian (Dvoretsky)
συνεξοκέλλω: одновременно поворачивать, уклоняться (εἴς τινα Plut.).