εὐλείμων: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(4) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐλείμων:''' -ον, αυτός που έχει [[καλά]], εύφορα λιβάδια, σε Ομήρ. Οδ., Ομηρ. Ύμν. | |lsmtext='''εὐλείμων:''' -ον, αυτός που έχει [[καλά]], εύφορα λιβάδια, σε Ομήρ. Οδ., Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐλείμων:''' 2, gen. ονος изобилующий лугами, богатый пастбищами ([[νῆσος]] Hom.; ἔαρος [[χάρις]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 31 December 2018
English (LSJ)
( ἐϋ-), ον, gen. ονος,
A with goodly meadows, οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ' εὐ. Od.4.607, cf. h.Ap.529, Hes.Fr.134.
German (Pape)
[Seite 1078] ον, mit schönen Wiesen, wiesenreich, Od. 4, 607; ἔαρος χάρις Paul. Sil. 57 (X, 15).
Greek (Liddell-Scott)
εὐλείμων: -ον, ἔχων καλοὺς λειμῶνας, οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ’ εὐλείμων Ὀδ. Δ.607, πρβλ. Ὁμ Ὑμν. εἰς Ἀπόλλ. 529, Ἡσιόδου Ἀποσπ. 39.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
aux belles prairies.
Étymologie: εὖ, λειμών.
English (Autenrieth)
with fair meadows, abounding in meadows, Od. 4.607†.
Greek Monolingual
εὐλείμων, -ον, ποιητ. τ. ἐϋλείμων, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραία λιβάδια («οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ' εὐλείμων», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λειμών «λιβάδι»].
Greek Monotonic
εὐλείμων: -ον, αυτός που έχει καλά, εύφορα λιβάδια, σε Ομήρ. Οδ., Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
εὐλείμων: 2, gen. ονος изобилующий лугами, богатый пастбищами (νῆσος Hom.; ἔαρος χάρις Anth.).