περίτρανος: Difference between revisions
(32) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[περίτρανος]], -ον ΝΜΑ<br />απόλυτα [[σαφής]], [[καταφανής]] και [[πειστικός]] (α. περίτρανη [[απόδειξη]]» β. «[[περίτρανος]] [[ῥήτωρ]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />φημισμένος, [[περίφημος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ακούγεται [[καθαρά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «περίτρανα [[λαλώ]]» — [[μιλώ]] με τέλεια [[άρθρωση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιτράνως</i> ΝΜΑ και <i>περίτρανα</i> Ν<br />με απόλυτη [[σαφήνεια]] και [[πειστικότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />με πολύ δυνατή και καθαρή [[φωνή]]. | |mltxt=-η, -ο / [[περίτρανος]], -ον ΝΜΑ<br />απόλυτα [[σαφής]], [[καταφανής]] και [[πειστικός]] (α. περίτρανη [[απόδειξη]]» β. «[[περίτρανος]] [[ῥήτωρ]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />φημισμένος, [[περίφημος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που ακούγεται [[καθαρά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «περίτρανα [[λαλώ]]» — [[μιλώ]] με τέλεια [[άρθρωση]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περιτράνως</i> ΝΜΑ και <i>περίτρανα</i> Ν<br />με απόλυτη [[σαφήνεια]] και [[πειστικότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />με πολύ δυνατή και καθαρή [[φωνή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περίτρᾱνος:''' весьма ясный: Ἑλληνικὰ καὶ περίτρανα λαλεῖν Plut. говорить на ясном греческом языке. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A very distinct, Antig.Mir.45 ; περίτρανα λαλεῖν Plu. 2.4a; of an orator, very lucid, Phld.Rh.1.336S. Adv. -νως, λαλεῖν, λέγειν, M.Ant.8.30, EM729.31.
German (Pape)
[Seite 597] sehr deutlich; Sp., wie Plut., περίτρανα λαλεῖν, de educ. lib. 5; – auch περιτρανής, ές, wie das adv. περιτρανῶς M. Ant. 8, 30 zeigt.
Greek (Liddell-Scott)
περίτρᾱνος: -ον, λίαν διακεκριμένος, σαφῶς ἀκουόμενος, Συνέσ. 15Β, κτλ.· περίτρανα λαλεῖν Πλούτ. 2. 4Β, ἔνθα ἴδε Wyttenb. ― Ἐπίρρ. -νως. Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 3. 80, Ἐτυμολ. Μέγ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a le son très clair, clair, très net.
Étymologie: περί, τρανός.
Greek Monolingual
-η, -ο / περίτρανος, -ον ΝΜΑ
απόλυτα σαφής, καταφανής και πειστικός (α. περίτρανη απόδειξη» β. «περίτρανος ῥήτωρ»)
νεοελλ.
φημισμένος, περίφημος
μσν.-αρχ.
αυτός που ακούγεται καθαρά
αρχ.
φρ. «περίτρανα λαλώ» — μιλώ με τέλεια άρθρωση.
επίρρ...
περιτράνως ΝΜΑ και περίτρανα Ν
με απόλυτη σαφήνεια και πειστικότητα
αρχ.
με πολύ δυνατή και καθαρή φωνή.
Russian (Dvoretsky)
περίτρᾱνος: весьма ясный: Ἑλληνικὰ καὶ περίτρανα λαλεῖν Plut. говорить на ясном греческом языке.