ζύγαστρον: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(4)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζύγαστρον:''' [ῠ], τό ([[ζεύγνυμι]]), [[κασέλα]] ή [[κιβώτιο]] (φτιαγμένο από σανίδες [[στενά]] συνενωμένες [[μεταξύ]] τους), σε Σοφ., Ξεν.
|lsmtext='''ζύγαστρον:''' [ῠ], τό ([[ζεύγνυμι]]), [[κασέλα]] ή [[κιβώτιο]] (φτιαγμένο από σανίδες [[στενά]] συνενωμένες [[μεταξύ]] τους), σε Σοφ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ζύγαστρον:''' τό деревянный ларец, ящик, (сколоченный из досок) сундук Soph., Xen.
}}
}}

Revision as of 07:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζύγαστρον Medium diacritics: ζύγαστρον Low diacritics: ζύγαστρον Capitals: ΖΥΓΑΣΤΡΟΝ
Transliteration A: zýgastron Transliteration B: zygastron Transliteration C: zygastron Beta Code: zu/gastron

English (LSJ)

[ῠ], τό,

   A chest, box (κιβωτός, κυρίως δὲ ξυλίνη σορός, παρὰ τὸ ἐζυγῶσθαι, Phot.), S.Tr.692, E.ap.Phot., X.Cyr.7.3.1.    2 at Delphi, = γραμματοφυλάκιον, SIG241.49,146 (iv B.C.), Delph.3(2).205 (iii B.C.), Phot.    3 in pl., fastenings, λάρνακος Sch.Theoc. 7.78.

German (Pape)

[Seite 1140] τό, ein aus Brettern zusammengesetzter hölzerner Kasten, κοῖλον Soph. Tr. 689; Xen. Cyr. 7, 3, 1; VLL. ξυλίνη σορός, κιβωτός. Bei Schol. Theocr. 7, 78 die einzelnen Bretter.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
cassette, coffre de bois.
Étymologie: ζυγόν.

Greek Monolingual

ζύγαστρον, το (Α)
1. κιβώτιο κατασκευασμένο από σανίδες στερεά ενωμένες μεταξύ τους
2. (κατά τον Φώτ.) «παρὰ Δελφοῑς δὲ ζύγαστρον καλεῑται τὸ γραμματοφυλάκιον»
3. φρ. «ζύγαστρα λάρνακος» — το κάλυμμα ή, κατ' άλλους, τα κλειδιά της λάρνακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν (πρβλ. δέπαστρον-δέπας, κάναστρον-κανούν) κατά το πρότυπο στέγαστρον-στεγάζω-στέγη, χωρίς όμως τη μεσολάβηση ρήματος (π.χ. ζυγάζω). Η σημ. της λέξης από το ρ. ζυγώ(-όω) «κλείνω, συνάπτω, συνδέω»].

Greek Monotonic

ζύγαστρον: [ῠ], τό (ζεύγνυμι), κασέλα ή κιβώτιο (φτιαγμένο από σανίδες στενά συνενωμένες μεταξύ τους), σε Σοφ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ζύγαστρον: τό деревянный ларец, ящик, (сколоченный из досок) сундук Soph., Xen.