πρόμος: Difference between revisions
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
(6) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πρόμος:''' ὁ ([[πρό]]), ο προηγούμενος [[άνθρωπος]], = [[πρόμαχος]], σε Όμηρ.· [[πρόμος]] τινί, αυτός που αντιμάχεται κάποιον στην πρώτη [[γραμμή]], σε Ομήρ. Ιλ.· γενικά, [[αρχηγός]], Λατ. [[primus]], [[princeps]], σε Τραγ.· πάντων [[θεῶν]] θεὸς [[πρόμος]], λέγεται για τον Ήλιο, σε Σοφ. | |lsmtext='''πρόμος:''' ὁ ([[πρό]]), ο προηγούμενος [[άνθρωπος]], = [[πρόμαχος]], σε Όμηρ.· [[πρόμος]] τινί, αυτός που αντιμάχεται κάποιον στην πρώτη [[γραμμή]], σε Ομήρ. Ιλ.· γενικά, [[αρχηγός]], Λατ. [[primus]], [[princeps]], σε Τραγ.· πάντων [[θεῶν]] θεὸς [[πρόμος]], λέγεται για τον Ήλιο, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πρόμος:''' <b class="num">I</b> adj. m<br /><b class="num">1)</b> передовой, впереди стоящий ([[ἀνήρ]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> первый, главный (πάντων [[θεῶν]] θεὸς π. Soph.).<br /><b class="num">II</b> ὁ глава, предводитель, вождь (γᾶς πρόμαι Soph.; στρατιῆς π. Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, (πρό)
A foremost man, in Hom. always = πρόμαχος, Il.15.293, Od.11.493, al.; π. ἀνήρ Il.5.533; π. τινί opposed to another in the front rank, 7.75, 116, 22.85: later, generally, chief, A.Ag.200 (lyr.), 410 (lyr.); Ἀχαιῶν . . πρόμοι Id.Eu.399; γᾶς πρόμοι S.OC884 (lyr.); στρατιῆς π. AP7.233 (Apollonid.); Ἀθηναίων E.Tr.31; τῶν Πανελλήνων πρόμῳ Κίμωνι prob. in Cratin.1; πάντων θεῶν θεὸς π., of the sun, S.OT660 (lyr.), cf. Epigr.Gr.361 (Phrygia); ἰατρῶν π. prob. ib.352 (Claudiopolis). The forms πρόμνος, A.Supp.904 (lyr.), and πράμος, Ar.Th.50, are corrupt.
German (Pape)
[Seite 735] ὁ, der Vorderste; bei Hom. = πρόμαχος, Vorkämpfer, τινί, Jemandem als Vorkämpfer gegenüberstehend, Il. 7, 75. 116; πρόμος ἀνήρ, 5, 533; übh. der Erste, Vorsteher, Anführer, Aesch. Ag. 193; Ἀχαιῶν ἄκτορές τε καὶ πρόμοι, Eum. 377; ἰὼ γᾶς πρόμοι, Soph. O. C. 888; Helios heißt ὁ πάντων θεῶν θεὸς πρόμος, O. R. 661, Ἀθηναίων Θησεῖδαι πρόμοι, Eur. Troad. 31, u. öfter; sp. D.: ἑτάρων πρόμος ἵστατο, er stellte sich seinen Gefährten voran, Ap. Rh. 2, 21; στρατίης πρόμος, Apollnds. 12 (VII, 233).
Greek (Liddell-Scott)
πρόμος: ὁ, (πρὸ) ὁ προηγούμενος, πρῶτος, προαγωνιστής, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε = πρόμαχος, Ἰλ. Ο. 293, Ὀδ. Λ. 493, κτλ.· πρ. ἀνὴρ Ἰλ. Ε. 533· πρ. τινί, πρόμαχος ὡς ἀντίπαλος κατά τινος, πρόμος ἔμμεναι Ἕκτορι δίῳ Ἰλ. Η. 75, 116, 136, κτλ.· ― ὕστερον καθόλου, ἀρχηγός, Λατ. primus, princeps, Αἰσχύλ. Ἀγ. 200, 410· Ἀχαιῶν... πρόμοι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 399· γᾶς πρόμοι Σοφ. Ο. Κ. 884· Ἀθηναίων Εὐρ. Τρῳ. 31· τῶν Πανελλήνων πρόμῳ Κίμωνι Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις» 1· οὕτως ὁ ἥλιος λέγεται, πάντων θεῶν θεὸς πρόμος Σοφ. Ο. Τ. 660, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 38831. Οἱ τύποι πρόμνος παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Ἱκέτ. 904, καὶ πράμος ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 50, εἶναι ἀμφίβολοι.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
1 qui est au premier rang, qui combat au premier rang contre, τινι;
2 qui est le premier ; ὁ πρόμος, chef.
Étymologie: πρό.
English (Autenrieth)
(πρό): foremost (man), foremost fighter.
Greek Monolingual
και ποιητ. τ. πρόμνος και πράμος, ὁ, Α
1. ο πρώτιστος
2. (στον Όμ.) πρόμαχος («πρόμος ἵσταται ὧδε μενοινῶν», Ομ. Ιλ.)
3. (με δοτ.) αντίπαλος, αντιμέτωπος («μηδὲ πρόμος ἵστασο τούτῳ», Ομ. Ιλ.)
4. γεν. αρχηγός («Ἀχαιῶν ἄκτορές τε καὶ πρόμοι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρόμος με σημ. «πρόμαχος» και κατ' επέκταση «αρχηγός, ηγέτης» κατά την επικρατέστερη άποψη αποτελεί συγκεκομμένο τ. του πρόμαχος (πρβλ. βουκόλος: βοῦκος). Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, πρόκειται για σύνθ. της πρόθεσης πρό με επίθημα -mo- δηλωτικό υπερθετικού (πρβλ. ομβρ. promom «πρώτο», αρχ. νορβ. fram «μπροστά», γοτθ. fruma). Οι τ., τέλος, πρόμνος και πράμος πρέπει να διορθωθούν σε πρόμος.
Greek Monotonic
πρόμος: ὁ (πρό), ο προηγούμενος άνθρωπος, = πρόμαχος, σε Όμηρ.· πρόμος τινί, αυτός που αντιμάχεται κάποιον στην πρώτη γραμμή, σε Ομήρ. Ιλ.· γενικά, αρχηγός, Λατ. primus, princeps, σε Τραγ.· πάντων θεῶν θεὸς πρόμος, λέγεται για τον Ήλιο, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
πρόμος: I adj. m
1) передовой, впереди стоящий (ἀνήρ Hom.);
2) первый, главный (πάντων θεῶν θεὸς π. Soph.).
II ὁ глава, предводитель, вождь (γᾶς πρόμαι Soph.; στρατιῆς π. Anth.).