ἀποσκεδάννυμι: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποσκεδάννῡμι:''' ή -ύω, μέλ. <i>-σκεδάσω</i>, συνηρ. -[[σκεδῶ]]· [[σκορπίζω]] [[τριγύρω]], [[διασκορπίζω]], σε Όμηρ., Σοφ. — Παθ., διασκορπίζομαι, απομακρύνομαι από τις γραμμές του στρατοπέδου, λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀποσκεδάννῡμι:''' ή -ύω, μέλ. <i>-σκεδάσω</i>, συνηρ. -[[σκεδῶ]]· [[σκορπίζω]] [[τριγύρω]], [[διασκορπίζω]], σε Όμηρ., Σοφ. — Παθ., διασκορπίζομαι, απομακρύνομαι από τις γραμμές του στρατοπέδου, λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποσκεδάννῡμι:''' (fut. [[ἀποσκεδῶ]])<br /><b class="num">1)</b> рассеивать, разгонять (τινάς Hom.; καπνόν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> перен. удалять от себя, отгонять ([[μύσος]] Soph.; τὰ μίση καὶ τὰς διαβολάς τινος Plut.);<br /><b class="num">3)</b> pass. разбегаться (οἱ ἐκ Τροίης ἀποσκεδασθέντες Her.); убегать, удаляться (ἀπὸ τοῦ στρατοπέδου Xen.);<br /><b class="num">4)</b> med. отстранять от себя (τὸν φλύαρον Plat.).
}}
}}

Revision as of 08:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσκεδάννῡμι Medium diacritics: ἀποσκεδάννυμι Low diacritics: αποσκεδάννυμι Capitals: ΑΠΟΣΚΕΔΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: aposkedánnymi Transliteration B: aposkedannymi Transliteration C: aposkedannymi Beta Code: a)poskeda/nnumi

English (LSJ)

or -ύω, fut. -σκεδάσω, contr.

   A -σκεδω S.OT138 (poet. also ἀποκεδ- A.R.3.1360, tm.):—scatter abroad, disperse, ἄλλους μὲν ἀπεσκέδασεν βασιλῆας Il.19.309; ψυχὰς μὲν ἀπεσκέδασ' ἄλλυδις ἄλλῃ Od.11.385; σκέδασον δ' ἀπὸ κήδεα θυμοῦ 8.149; ἀ.μύσος S.l.c.; ἀντιπάλων ὕβριν ἀπεσκέδασαν Epigr. ap. D.18.289:—Pass., to be scattered, τῶν ἐκ Τροίης ἀποσκεδασθέντων Hdt.7.91; straggle away from, ἀπὸ τοῦ στρατοπέδου X.An.4.4.9; τῆς φάλαγγος Id.HG5.4.42: —Med., repel and scatter, τὸν τοιόνδε φλύαρον Pl.Ax.365e.

German (Pape)

[Seite 324] (s. σκεδάννυμι), zerstreuen und entlassen, βασιλῆας Il. 19, 309; ψυχὰς ἄλλυδις ἄλλην Od. 11, 385; σκέδασον δ' ἀπὸ κήδεα θυμοῦ, verscheuchen, Od. 8, 149; ἀποσκεδῶ (fut.) μύσος Soph. O. R. 138, Schol. ἀποπέμψω; ἀντιπάλων ὕβριν ep. bei Dem. 18, 289. – Pass., sich zerstreuen u. vom Heere ab kommen, Xen. An. 4, 4, 9. 7, 6, 29 u. öfter. – Med., von sich entfernen, φλύαρον Plat. Ax. 365 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσκεδάννῡμι: ἢ -ύω: μέλλ. -σκεδάσω, συνῃρ. -σκεδῶ, Σοφ. Ο.Τ. 138 (ποιητ. ὡσαύτως ἀποκεδ- Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1360 ἐν τμήσει): ― διασκορπίζω, σκορπίζω εἰς τοὺς ἀνέμους, ἄλλους μὲν ἀπεσκέδασεν βασιλῆας Ἰλ. Τ. 309· ψυχὰς μὲν ἀπεσκέδασ’ ἄλλυδις ἄλλῃ Ὀδ. Λ. 385· σκέδασον δ’ ἀπὸ κήδεα θυμοῦ Θ. 149· ἀπ. μύσος Σοφ. Ο.Τ. 138· ἀντιπάλων ὕβριν ἀποσκεδάσας Ἐπίγραμμα παρὰ Δημ. 322. 9: ― Παθ. διασκορπίζομαι, τῶν ἐκ Τροίης ἀποσκεδασθέντων Ἡρόδ. 7. 91· διασκορπίζομαι μακρὰν ἀπό τινος μέρους, ἀπομακρύνομαι, ἀπὸ τοῦ στρατοπέδου Ξεν. Ἀν. 4. 4, 9· τῆς φάλαγγος ὁ αὐτ. Ἑλλ. 5. 4, 42: ― Μέσ., ἀπωθῶ καὶ διασκορπίζω, ἀποδιώκω, τὸν τοιόνδε φλύαρον Πλάτ. Ἀξ. 365Ε.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποσκεδῶ, ao. ἀπεσκέδασα;
1 disperser, acc. ; p. ext. congédier, fig. repousser, chasser : ἀπ. κήδεα OD écarter des soucis ; μύσος SOPH éloigner une souillure ; ὕβριν DÉM repousser un outrage;
2 écarter de la ligne ; Pass. s’écarter (du camp, d’une troupe, etc.).
Étymologie: ἀπό, σκεδάννυμι.

Spanish (DGE)

(ἀποσκεδάννῡμι)
• Morfología: [fut. -δῶ S.OT 138]
I tr., gener. act.
1 de anim. dispersar ψυχὰς μὲν ἀπεσκέδασ' ἄλλυδις ἄλλῃ ... Περσεφόνεια Od.11.385
dispersar, despedir ἄλλους μὲν ἀπεσκέδασεν βασιλῆας Il.19.309
en v. med. mismo sent. τὸν τοιόνδε φλύαρον Pl.Ax.365e.
2 de cosas y abstr. disipar, desvanecer, hacer desaparecer σκέδασον δ' ἀπὸ κήδεα θυμοῦ Od.8.149, μελεδῶνας Cypr.17, Thgn.883, τοῦτ' ἀποσκεδῶ μύσος S.l.c., ἀντιπάλων ὕβριν epigr. en D.18.289, πικρὸν ἐχίδνης ... ἰόν Antiochus Medicus en Gal.14.185, τὸν δὲ τῦφον ὥσπερ τινὰ καπνὸν φιλοσοφίας εἰς τοὺς σοφιστὰς ἀποσκεδάσας Plu.2.580b, λοιμόν IGBulg.12.224.7 (II d.C.), μερίμνας AP 11.55 (Pall.), ὕπνον Nonn.D.18.174
en v. pas. ἀποσκεδασθήτω μου πᾶσα φλόξ PMag.13.300.
II intr. en v. med.-pas. dispersarse a partir de τῶν ἐκ Τροίης ἀποσκεδασθέντων Hdt.7.91
desperdigarse, despistarse ἐπειδὰν δὲ μηκέτι θέλωσι προσμένειν τοῖς ἴχνεσιν ἀλλ' ἀποσκεδαννύωνται de perros de caza, X.Cyn.7.10
c. gen. despistarse, rezagarse τῆς φάλαγγος X.HG 5.4.42, τῶν δὲ ἀποσκεδαννυμένων τινὲς ἀπὸ τοῦ στρατοπέδου X.An.4.4.9.

Greek Monolingual

ἀποσκεδάννυμι κ. -ύω (Α) σκεδάννυμι, -ύω]
1. διασκορπίζω
2. (-ομαι) απωθώ, διώχνω κάποιον.

Greek Monotonic

ἀποσκεδάννῡμι: ή -ύω, μέλ. -σκεδάσω, συνηρ. -σκεδῶ· σκορπίζω τριγύρω, διασκορπίζω, σε Όμηρ., Σοφ. — Παθ., διασκορπίζομαι, απομακρύνομαι από τις γραμμές του στρατοπέδου, λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσκεδάννῡμι: (fut. ἀποσκεδῶ)
1) рассеивать, разгонять (τινάς Hom.; καπνόν Plut.);
2) перен. удалять от себя, отгонять (μύσος Soph.; τὰ μίση καὶ τὰς διαβολάς τινος Plut.);
3) pass. разбегаться (οἱ ἐκ Τροίης ἀποσκεδασθέντες Her.); убегать, удаляться (ἀπὸ τοῦ στρατοπέδου Xen.);
4) med. отстранять от себя (τὸν φλύαρον Plat.).