ἐπικεράννυμι: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
(4)
(2)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικεράννῡμι:''' μέλ. <i>-κεράσω</i>, απαρ. αορ. αʹ -[[κρῆσαι]] (Επικ. αντί <i>-κεράσαι</i>)· [[αναμειγνύω]], [[ανακατεύω]] συμπληρωματικά, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἐπικεράννῡμι:''' μέλ. <i>-κεράσω</i>, απαρ. αορ. αʹ -[[κρῆσαι]] (Επικ. αντί <i>-κεράσαι</i>)· [[αναμειγνύω]], [[ανακατεύω]] συμπληρωματικά, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπικεράννῡμι:''' (inf. aor. [[ἐπικρῆσαι]]) примешивать, подмешивать: ἐ. [[οἶνον]] Hom. разбавлять вино (водой).
}}
}}

Revision as of 08:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικεράννῡμι Medium diacritics: ἐπικεράννυμι Low diacritics: επικεράννυμι Capitals: ΕΠΙΚΕΡΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: epikeránnymi Transliteration B: epikerannymi Transliteration C: epikerannymi Beta Code: e)pikera/nnumi

English (LSJ)

   A mix in addition, οἶνον ἐπικρῆσαι (aor. 1 inf.) mix fresh wine, Od.7.164, cf. Gal.18(1).169:—Med., Damocr. ap. eund.14.100.

German (Pape)

[Seite 948] (s. κεράννυμι), noch einmal, von Neuem mischen, οἶνον ἐπικρῆσαι Od. 7, 164; übh. beimischen, Sp.

French (Bailly abrégé)

ao. inf. épq. ἐπικρῆσαι;
verser sur, mêler, acc..
Étymologie: ἐπί, κεράννυμι.

Greek Monolingual

ἐπικεράννυμι (Α)
ανακατεύω και πάλι, για δεύτερη φορά («σὺ δὲ κηρύκεσσι κέλευσον οἶνον ἐπικρῆσαι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κεράννυμι «ανακατεύω»].

Greek Monotonic

ἐπικεράννῡμι: μέλ. -κεράσω, απαρ. αορ. αʹ -κρῆσαι (Επικ. αντί -κεράσαιαναμειγνύω, ανακατεύω συμπληρωματικά, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικεράννῡμι: (inf. aor. ἐπικρῆσαι) примешивать, подмешивать: ἐ. οἶνον Hom. разбавлять вино (водой).