Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αὐτοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτοκτόνος:''' -ον ([[κτείνω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που σκοτώνει τον εαυτό του· επίρρ. <i>-νως</i>, με το ίδιο του το [[χέρι]], σε Αισχύλ.· ομοίως, χεὶρ [[αὐτοκτόνος]], λέγεται για τη [[Μήδεια]] που σκότωσε τα [[παιδιά]] της, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[αλληλοκτόνος]], σε Αισχύλ.· [[θάνατος]] [[αὐτοκτόνος]], ο [[αμοιβαίος]] [[θάνατος]] του καθενός από το [[χέρι]] του άλλου, στον ίδ.
|lsmtext='''αὐτοκτόνος:''' -ον ([[κτείνω]])·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που σκοτώνει τον εαυτό του· επίρρ. <i>-νως</i>, με το ίδιο του το [[χέρι]], σε Αισχύλ.· ομοίως, χεὶρ [[αὐτοκτόνος]], λέγεται για τη [[Μήδεια]] που σκότωσε τα [[παιδιά]] της, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> [[αλληλοκτόνος]], σε Αισχύλ.· [[θάνατος]] [[αὐτοκτόνος]], ο [[αμοιβαίος]] [[θάνατος]] του καθενός από το [[χέρι]] του άλλου, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτοκτόνος:''' <b class="num">1)</b> убивающий своих ([[χείρ]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> Aesch., Anth. = [[αὐτόκτονος]].
}}
}}

Revision as of 08:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτοκτόνος Medium diacritics: αὐτοκτόνος Low diacritics: αυτοκτόνος Capitals: ΑΥΤΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: autoktónos Transliteration B: autoktonos Transliteration C: aftoktonos Beta Code: au)tokto/nos

English (LSJ)

ον,

   A self-slaying, χεὶρ αὐ., of Medea, who slew her own children, E.Med.1254 (lyr.). Adv. -νως with one's own hand, A.Ag.1635.    2 slaying one another, χέρες Id.Th.810; θάνατος αὐ. mutual death by each other's hand, ib.681; δῶρα αὐ. AP7.152 (Leont.). Adv. -νως A.Th.734 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτοκτόνος: -ον, ὁ ἰδίᾳ χειρὶ κτείνων. - Ἐπίρρ. αὐτοκτόνως, ἰδιοχείρως, δρᾶσαι τόδ’ ἔργον οὐκ ἔτλης αὐτοκτόνως Αἰσχύλ. Ἀγ. 1635: - οὕτω, τέκνοις προσβαλεῖν χέρ’ αὐτοκτόνον, ἐπὶ τῆς Μηδείας, ἥτις ἀπέκτεινε τὰ ἴδια ἐαυτῆς τέκνα, Εὐρ. Μήδ. 1254. 2) ἀλληλοκτόνος, ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων Αἰσχύλ. Θήβ. 805˙ ἀνδροῖν δ’ ὁμαίμοιν θάνατος ὦδ’ αὐτόκτονος, ἀμοιβαῖος διὰ τῶν χειρῶν ἀλλήλων, αὐτόθι 681, πρβλ. αὐτοκτόνως, ἐπειδὰν αὐτοκτόνως αὐτοδάϊκτοι θάνωσι αὐτόθι 734˙ αὐτοκτόνα δῶρα, τὰ προξενοῦντα θάνατον εἰς τὸν λαμβάνοντα, Ἀνθ. Π. 7. 152.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue (les siens) de sa propre main.
Étymologie: αὐτός, κτείνω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que se da muerte por su propia mano, suicida de pers. Τελαμώ[νιος αὐτ] οκτόνος ὤλετο A.Fr.451q.17
que causa la propia muerte σφαγαί Lyc.440, ῥιφαί Lyc.714, δῶρα AP 7.152 (Leont.).
2 asesino de los suyos, parricida θάνατος A.Th.681, χείρ E.Med.1254.
II adv. -ως con muerte dada por propia mano δρᾶσαι τόδ' ἔργον αὐ. A.A.1635, αὐ. θανεῖν A.Th.734.

Greek Monolingual

-ο (Α αὐτοκτόνος, -ον)
αυτός τερματίζει μόνος βίαια τη ζωή του
αρχ.
1. φρ. «ἄνδρες τεθνᾱσιν ἐκ χειρών αὐτοκτόνων» — σκότωσαν ο ένας τον άλλο
2. φρ. «αὐτοκτόνα δῶρα» — δώρα που φέρνουν θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -κτόνος < κτείνω «σκοτώνω» (πρβλ. αδελφοκτόνος, ανδροκτόνος κ.ά.)].

Greek Monotonic

αὐτοκτόνος: -ον (κτείνω
1. αυτός που σκοτώνει τον εαυτό του· επίρρ. -νως, με το ίδιο του το χέρι, σε Αισχύλ.· ομοίως, χεὶρ αὐτοκτόνος, λέγεται για τη Μήδεια που σκότωσε τα παιδιά της, σε Ευρ.
2. αλληλοκτόνος, σε Αισχύλ.· θάνατος αὐτοκτόνος, ο αμοιβαίος θάνατος του καθενός από το χέρι του άλλου, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτοκτόνος: 1) убивающий своих (χείρ Eur.);
2) Aesch., Anth. = αὐτόκτονος.