ὑπόστημα: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(44) |
(4b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ήματος, τὸ, ΜΑ, και [[ὑπόστεμα]], -έματος, Α [[ὑφίστημι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πλήθος]], όχλος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υποστάθμη]], [[κατακάθι]], [[ιδίως]] περιττωμάτων και ούρων («τὰ ὑποστήματα τῆς κοιλίας καὶ τῆς κύστεως», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθίζηση]]<br /><b>3.</b> [[υποστήριγμα]]<br /><b>4.</b> [[βάση]], [[βάθρο]]<br /><b>5.</b> περίνεο<br /><b>6.</b> [[υπόσταση]], ύπαρξη. | |mltxt=-ήματος, τὸ, ΜΑ, και [[ὑπόστεμα]], -έματος, Α [[ὑφίστημι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πλήθος]], όχλος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[υποστάθμη]], [[κατακάθι]], [[ιδίως]] περιττωμάτων και ούρων («τὰ ὑποστήματα τῆς κοιλίας καὶ τῆς κύστεως», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καθίζηση]]<br /><b>3.</b> [[υποστήριγμα]]<br /><b>4.</b> [[βάση]], [[βάθρο]]<br /><b>5.</b> περίνεο<br /><b>6.</b> [[υπόσταση]], ύπαρξη. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπόστημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> осадок, отложение (τὰ γεώδη ὑποστήματα Arst.);<br /><b class="num">2)</b> выделение (τῆς κύστεως καὶ τῆς κοιλίας Arst.);<br /><b class="num">3)</b> подпора (sc. τοῦ σώματος Arst.);<br /><b class="num">4)</b> нарыв (Plut. - v. l. к [[ἀπόστημα]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό, (ὑφίστημι)
A that which sinks to the bottom, sediment, esp. in urine, Hp.Judic.3; of excrement and urine, τὰ ὑ. τῆς κοιλίας καὶ τῆς κύστεως (cf. ὑπόστασις B. 1.1) Arist.HA487a6, cf. PA653b11; ὑ. τὸ λευκόν, of birds, ib.679a18. II that which is set under, support, Id.IA708b2. 2 base, stand, Callix.2, Hegesand. 45, IG3.1418,1419,1421; cf. ὑπόθημα. III a station of soldiers, camp, LXX 2 Ki.23.14 (with v.l. ὑπόστεμα). IV = περίνεος, Poll. 2.171, Ruf.Onom.101. V multitude, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1233] τό, Bodensatz, Arist. H. A. 1, 1, öfter; – Sp. Substanz. – Standlager der Soldaten, LXX. – Standhaftigkeit, Muth, Sp. – Auch = περίνεον.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόστημα: τό, (ὑφίστημι) τὸ κατερχόμενον εἰς τὸν πυθμένα, ὑγροῦ ὡς ὑποστάθμη, μάλιστα τῶν οὔρων, Ἱππ. 52 κἑξ.· ἐπὶ τῶν περιττωμάτων καὶ οὔρων, τὰ ὑπ. τῆς κοιλίας καὶ τῆς κύστεως (πρβλ. ὑπόστασις Β. 1), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 11, πρβλ. 6. 3, 14, π. Ζ. Μορ. 2. 7, 20· τὸ ὑπ. τὸ λευκόν, ἐπὶ πτηνῶν, αὐτόθι 4. 5, 44. ΙΙ. τὸ κάτωθεν τιθέμενον, ὑποστήριγμα, Ἀριστ. περὶ Ζ. Πορείας 8, 5. 2) βάσις, στήριγμα, Καλλίξεν. παρ’ Ἀθην. 197Α· τὸ ἐν Δελφοῖς ὑπόστημα, οἷον ἐγγυθήκην τινὰ σιδηρᾶν, ἀνάθημα Ἀλυάττου Ἡγήσανδρ. ὁ Δελφὸς αὐτόθι 210Β, Συλλ. Ἐπιγρ. 989b, 991b· πρβλ. ὑπόθημα ΙΙΙ. σταθμὸς στρατιωτῶν, στρατόπεδον, Λατ. statio, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. ΚΓ΄, 14), ἐν τῷ Ἀλεξ. τύπῳ ὑπόστεμα, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 249. IV. = περίνεον, Πολυδ. Β΄, 171, Ροῦφ. Ἐφέσ. 154, ἐκδ. Matth. V. πλῆθος, ὄχλος, Ἰω. Ἀντιοχ. παρὰ Σουΐδ. VI. οὐσία, Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σελ. 550Β.
Greek Monolingual
-ήματος, τὸ, ΜΑ, και ὑπόστεμα, -έματος, Α ὑφίστημι
μσν.
πλήθος, όχλος
αρχ.
1. υποστάθμη, κατακάθι, ιδίως περιττωμάτων και ούρων («τὰ ὑποστήματα τῆς κοιλίας καὶ τῆς κύστεως», Αριστοτ.)
2. καθίζηση
3. υποστήριγμα
4. βάση, βάθρο
5. περίνεο
6. υπόσταση, ύπαρξη.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόστημα: ατος τό1) осадок, отложение (τὰ γεώδη ὑποστήματα Arst.);
2) выделение (τῆς κύστεως καὶ τῆς κοιλίας Arst.);
3) подпора (sc. τοῦ σώματος Arst.);
4) нарыв (Plut. - v. l. к ἀπόστημα).