πυκνίτης: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πυκνίτης:''' [ῐ], -ου, ὁ, αυτός που συναθροίζεται στην Πνύκα (για [[συνέλευση]]), σε Αριστοφ., πρβλ. [[πνύξ]]. | |lsmtext='''πυκνίτης:''' [ῐ], -ου, ὁ, αυτός που συναθροίζεται στην Πνύκα (για [[συνέλευση]]), σε Αριστοφ., πρβλ. [[πνύξ]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πυκνίτης:''' ου (ῑ) adj. m собирающийся (обычно) в Пниксе ([[δῆμος]] Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:32, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A assembled in the Pnyx, δῆμος π. Ar.Eq.42: fem. πυκν-ῖτις, from the Pnyx, [κονία] IG22.1672.199.
German (Pape)
[Seite 815] ὁ, att. = πνυκίτης, sich in der πνύξ versammelnd, δῆμος, Dind. Ar. Equ. 42.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
habitué de la Pnyx.
Étymologie: Πνύξ.
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. πυκνῑτις, -ίτιδος, Α
1. αυτός που αναφέρεται στην Πνύκα
2. αυτός που συναθροίζεται στην Πνύκα («ἀκράχολος Δῆμος πυκνίτης, δύσκολον χερόντιον ὑπόκωφον», Αριστοφ.)
3. αυτός που προέρχεται από την Πνύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πνύξ, Πυκνός (βλ. λ. Πνύξ) + επίθημα -ίτης / -ῖτις (πρβλ. Ταρταρ-ίτης)].
Greek Monotonic
πυκνίτης: [ῐ], -ου, ὁ, αυτός που συναθροίζεται στην Πνύκα (για συνέλευση), σε Αριστοφ., πρβλ. πνύξ.
Russian (Dvoretsky)
πυκνίτης: ου (ῑ) adj. m собирающийся (обычно) в Пниксе (δῆμος Arph.).