μαρτύρημα: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μαρτύρημα:''' [ῠ], -ατος, τό, [[μαρτυρία]], [[κατάθεση]], σε Ευρ. | |lsmtext='''μαρτύρημα:''' [ῠ], -ατος, τό, [[μαρτυρία]], [[κατάθεση]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μαρτύρημα:''' ατος (ῠ) τό свидетельство, подтверждение Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A testimony, E.Supp.1204.
Greek (Liddell-Scott)
μαρτύρημα: [ῠ], τό, μαρτυρία, Εὐρ. Ἱκέτ. 1204.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
témoignage.
Étymologie: μαρτυρέω.
Greek Monolingual
και μαρτύρεμα, το (Α μαρτύρημα) μαρτυρώ
νεοελλ.
1. η ανακοίνωση ή η κατάδοση επιλήψιμης πράξης που έκανε κάποιος («τα μαρτυρέματα δεν αρέσουν στον δάσκαλό μας»)
2. βάσανο, ταλαιπωρία, μαρτυρεμός («τράβηξα μεγάλο μαρτύρεμα μ' αυτόν τον άνθρωπο»)
αρχ.
το να αποτελεί κάποιος ή κάτι μαρτυρία ή απόδειξη για κάτι.
Greek Monotonic
μαρτύρημα: [ῠ], -ατος, τό, μαρτυρία, κατάθεση, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μαρτύρημα: ατος (ῠ) τό свидетельство, подтверждение Eur.