συνῳδός: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(40)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[συναοιδός]] και αττ. τ. ξυνωδός, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που τραγουδάει ή ηχεί σε [[συμφωνία]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[αρμονία]] («ξυνῳδοὶ κτύποι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[σύμφωνος]] με κάποιον ή [[κάτι]] («λόγοι συνωδοὶ τοῑς ἔργοις», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀοιδός]])].
|mltxt=και [[συναοιδός]] και αττ. τ. ξυνωδός, -όν, Α<br /><b>1.</b> αυτός που τραγουδάει ή ηχεί σε [[συμφωνία]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[αρμονία]] («ξυνῳδοὶ κτύποι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[σύμφωνος]] με κάποιον ή [[κάτι]] («λόγοι συνωδοὶ τοῑς ἔργοις», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀοιδός]])].
}}
{{elru
|elrutext='''συνῳδός:''' <b class="num">1)</b> поющий вместе, откликающийся, вторящий (θρηνήμασι Eur.): ξ. κακοῖς Eur. разделяющий (чью-л.) скорбь;<br /><b class="num">2)</b> стройный, последовательный, связный ([[λόγος]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> согласный, соответствующий (τινι Her., Eur., Arst.): ξυνῳδὰ φρονεῖν τινι Arph., быть чьим-л. единомышленником.
}}
}}

Revision as of 08:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνῳδός Medium diacritics: συνῳδός Low diacritics: συνωδός Capitals: ΣΥΝΩΔΟΣ
Transliteration A: synōidós Transliteration B: synōdos Transliteration C: synodos Beta Code: sunw|do/s

English (LSJ)

(also συνᾰοιδός E.HF787 (lyr.)), όν, (ᾠδή)

   A singing or sounding in unison with, echoing or responsive to, ὄρνις . . ἄχεσι σ. E. Ph.1518 (lyr.); θρηνήμασι φίλαι ξυνῳδοί Id.Or.133, cf. Hel.174 (lyr.).    2 abs., in harmony, accordant, λόγος Pl.Phd.92c; ἦχος D.H.Comp.22; ῥῆμα APl.4.226 (Alc.); ὦ ξυνῳδοὶ κτύποι cj. in E. Supp.73 (lyr.).    II metaph., according with, in harmony with, c. dat., Hdt.5.92.γ, E.Med.1008, etc.; ἐμοὶ φρονῶν ξυνῳδά Ar.Av. 635 (lyr.); λόγοι σ. τοῖς ἔργοις Arist.EN1172b5, cf. 1098b30; σ. εἰσὶν οἱ ἀστέρες τοῖς ἀποτελές μασι PMich. in Class.Phil.22.16; ὁκόσα πεπέρει ξυνῳδά pepper and cognate substances, Aret.CA1.10: c. gen., τὴν ὁμοείδειαν σ. τοῦ τόνου A.D.Adv.165.23: abs., ἴσως ξυνῳδὸς τῷ χρόνῳ γενήσεται Call.Com.2 (a) D.

Greek (Liddell-Scott)

συνῳδός: -όν, (ᾠδή), ὁ ᾄδων ἢ ἠχῶν ἀπὸ κοινοῦ ἢ ἐν συμφωνίᾳ μετά τινος, ἀντηχῶν ἢ ἀνταποκρινόμενος εἴς τι, ὄρνις ἄχεσι ξ. Εὐρ. Φοίν. 1518· θρηνήμασι φίλαι ξυνῳδοὶ ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 133, πρβλ. Ἑλ. 174· ὦ ξυνῳδοὶ κακοῖς ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 73. 2) ἀπολ., ἁρμονικός, σύμφωνος (μουσικ.), Πλάτ. Φαίδων 92C, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 22· ῥῆμα Ἀνθ. Πλαν. 226. ΙΙ. μεταφ., σύμφωνος ἢ ἐν ἁρμονίᾳ πρός τινα ἢ πρός τι, τινι Ἡρόδ. 5. 92, 3, Εὐρ. Μήδ. 1007, κτλ.· ἐμοὶ φρονῶν ξυνῳδὰ Ἀριστοφάν. Ὄρν. 634· λόγοι σ. τοῖς ἔργοις Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 10. 1, 4, πρβλ. 1. 8, 8.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 qui unit son chant ou ses accords à, τινι;
2 fig. qui s’accorde avec, τινι.
Étymologie: σύν, ᾠδή.

Greek Monolingual

και συναοιδός και αττ. τ. ξυνωδός, -όν, Α
1. αυτός που τραγουδάει ή ηχεί σε συμφωνία με κάποιον άλλο
2. αυτός που έχει αρμονία («ξυνῳδοὶ κτύποι», Ευρ.)
3. μτφ. σύμφωνος με κάποιον ή κάτι («λόγοι συνωδοὶ τοῑς ἔργοις», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ῳδός (< ἀοιδός)].

Russian (Dvoretsky)

συνῳδός: 1) поющий вместе, откликающийся, вторящий (θρηνήμασι Eur.): ξ. κακοῖς Eur. разделяющий (чью-л.) скорбь;
2) стройный, последовательный, связный (λόγος Plat.);
3) согласный, соответствующий (τινι Her., Eur., Arst.): ξυνῳδὰ φρονεῖν τινι Arph., быть чьим-л. единомышленником.