δεκάπλεθρος: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δεκάπλεθρος:''' -ον, αυτός που περικλείει [[δέκα]] <i>πλέθρα</i>, σε Θουκ. | |lsmtext='''δεκάπλεθρος:''' -ον, αυτός που περικλείει [[δέκα]] <i>πλέθρα</i>, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δεκάπλεθρος:''' протяжением в 10 плетров (т. е. ок. 310 м) ([[προτείχισμα]] Thuc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A enclosing ten πλέθρα, προτείχισμα Th.6.102.
German (Pape)
[Seite 542] zehn Plethren enthaltend, προτείχισμα Thuc. 6, 102.
Greek (Liddell-Scott)
δεκάπλεθρος: -ον, περικλείων δέκα πλέθρα, Θουκ. 6. 102.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui contient dix plèthres.
Étymologie: δέκα, πλέθρον.
Spanish (DGE)
-ον
de diez pletros de longitud προτείχισμα Th.6.102, s. cont. ICr.1.5.21 (Arcades II a.C.), ἐμβαδόν Simp.in Cael.412.8.
Greek Monolingual
δεκάπλεθρος, -ον (Μ)
αυτός που έχει έκταση δέκα πλέθρων.
Greek Monotonic
δεκάπλεθρος: -ον, αυτός που περικλείει δέκα πλέθρα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
δεκάπλεθρος: протяжением в 10 плетров (т. е. ок. 310 м) (προτείχισμα Thuc.).