ἐπιχρίω: Difference between revisions
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιχρίω:''' μέλ. -ίσω [ῑ],<br /><b class="num">1.</b> [[επαλείφω]], σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., επαλείφομαι, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[επιθέτω]], [[βάζω]], τι [[ἐπί]] τι, σε Καινή Διαθήκη· <i>τινί</i>, με [[κάτι]], σε Λουκ. | |lsmtext='''ἐπιχρίω:''' μέλ. -ίσω [ῑ],<br /><b class="num">1.</b> [[επαλείφω]], σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., επαλείφομαι, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[επιθέτω]], [[βάζω]], τι [[ἐπί]] τι, σε Καινή Διαθήκη· <i>τινί</i>, με [[κάτι]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιχρίω:''' (ρῑ)<br /><b class="num">1)</b> намазывать, смазывать ([[τόξον]] ἀλλοιφῇ Hom.);<br /><b class="num">2)</b> умащивать, натирать ([[παρειάς]], med. χρῶτα ἀλοιφῇ Hom.; τοὺς ὀφθαλμούς NT; ἐπικεχρισμένος ἐλαίῳ Arst.);<br /><b class="num">3)</b> намазывать, покрывать (τιτάνῳ τι Luc.);<br /><b class="num">4)</b> намазывать, втирать (τι ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς NT). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:08, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῑ],
A anoint, besmear, ἐπιχρίοντες ἀλοιφῇ (sc. τὸ τόξον) Od.21.179; χρῶτ' ἀπονιψαμένη καὶ ἐπιχρίσασα παρειάς 18.172:—Med., χρῶτ' ἀπονίπτεσθαι καὶ ἐπιχρίεσθαι ἀλοιφῇ ib.179. 2 plaster over, τινι with a thing, Luc.Hist.Conscr.62. II lay on ointment, μετὰ τὸ -χρισθῆναι Zopyr. ap. Orib.14.58.1 ; κροτάφοις -χριόμενα v.l. in Dsc.3.22 ; πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς Ev.Jo.9.6, cf. IG14.966 (Rome, ii A.D.). 2 abs., use for anointing, Call.Iamb.1.270.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχρίω: μέλλ. -ίσω ῑ, ἐπαλείφω, ἐπιχρίοντες ἀλοιφῇ (δηλ. τὸ τόξον) Ὀδ. Φ. 179· ἐπιχρίσασα παρειὰς Σ. 172. - Μεσ., ἀλείφω ἐμαυτόν, ἀλείφομαι, χρῶτ’ ἀπονίπτεσθαι καὶ ἐπιχρίεσθαι ἀλοιφῇ Σ. 179. 2) ἀλείφω ἐπάνω εἴς τι παχὺ ἐπίχρισμα, Τουρκ. «σουβαντίζω», ἐπιχρίσας δὲ τιτάνῳ καὶ ἐπικαλύψας, κτλ., Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 62. 3) ἐπ. σφραγῖδα, σφραγίζειν, Εὐαγγ. Πετρ. 8. (ἐν Κανταβριγίᾳ 1892). ΙΙ. ἐπιβάλλω, ἀλείφω ἀλοιφήν, τινί τι Διοσκ. 3. 25· ἐπιχρίω ὡς ἀλοιφήν, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 6.
French (Bailly abrégé)
oindre, enduire ; appliquer un onguent;
Moy. ἐπιχρίομαι enduire sur soi : χρῶτ’ ἐπιχρίεσθαι ἀλοιφῇ OD se frotter la peau de graisse.
Étymologie: ἐπί, χρίω.
English (Autenrieth)
aor. part. ἐπιχρίσᾶσα: besmear, anoint, mid., oneself, Od. 18.179. (Od.)
English (Strong)
from ἐπί and χρίω; to smear over: anoint.
English (Thayer)
1st aorist ἐπεχρισα; to spread on, anoint: τί ἐπί τί, anything upon anything, WH text Tr marginal reading ἐπέθηκεν); τί, to anoint anything (namely, with anything), ibid. 11. (Homer, Odyssey 21,179; Lucian, hist. scrib. 62.)
Greek Monotonic
ἐπιχρίω: μέλ. -ίσω [ῑ],
1. επαλείφω, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., επαλείφομαι, στο ίδ.
2. επιθέτω, βάζω, τι ἐπί τι, σε Καινή Διαθήκη· τινί, με κάτι, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιχρίω: (ρῑ)
1) намазывать, смазывать (τόξον ἀλλοιφῇ Hom.);
2) умащивать, натирать (παρειάς, med. χρῶτα ἀλοιφῇ Hom.; τοὺς ὀφθαλμούς NT; ἐπικεχρισμένος ἐλαίῳ Arst.);
3) намазывать, покрывать (τιτάνῳ τι Luc.);
4) намазывать, втирать (τι ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς NT).