στρογγύλλω: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στρογγύλλω:''' μέλ. <i>-ῠλῶ</i>, [[συστρέφω]], [[περιστρέφω]], περιδινίζω, [[κλώθω]], σε Ανθ. | |lsmtext='''στρογγύλλω:''' μέλ. <i>-ῠλῶ</i>, [[συστρέφω]], [[περιστρέφω]], περιδινίζω, [[κλώθω]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στρογγύλλω:''' крутить, вращать (κρόκην Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 09:12, 31 December 2018
English (LSJ)
(στρογγύλος)
A round off, make round, Aret.SA1.8 (Pass.). II twirl, spin, χειρὶ σ. κρόκην AP7.726 (Leon.): dub. sens. in Archig. ap. Gal.8.90.
German (Pape)
[Seite 955] abrunden, rund machen, κρόκην χειρί Leon. Tar. 78 (VII, 726), u. a. Sp., auch in Prosa.
Greek (Liddell-Scott)
στρογγύλλω: (στρογγύλος, πρβλ. στωμύλλω, στωμύλος), ποιῶ τι στρογγύλον, στρογγυλεύω, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1.8, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 96 (ἀμφότερα ἐν τῷ παθ.). ΙΙ.περιστρέφω, κλώθω, χειρὶ στρ. κρόκην Ἀνθ. Π. 7. 726.
French (Bailly abrégé)
1 arrondir;
2 faire tourner.
Étymologie: στρογγυλός.
Greek Monolingual
Α στρογγύλος
1. κάνω κάτι στρογγυλό, στρογγυλεύω
2. κλώθω
3. μτφ. παρατείνω.
Greek Monotonic
στρογγύλλω: μέλ. -ῠλῶ, συστρέφω, περιστρέφω, περιδινίζω, κλώθω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
στρογγύλλω: крутить, вращать (κρόκην Anth.).