γεωμετρέω: Difference between revisions
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γεωμετρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[μετρώ]] τη γη, [[εξασκώ]] ή [[διδάσκω]] [[γεωμετρία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[μετρώ]], [[καταμετρώ]], με αιτ., σε Ξεν. | |lsmtext='''γεωμετρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[μετρώ]] τη γη, [[εξασκώ]] ή [[διδάσκω]] [[γεωμετρία]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[μετρώ]], [[καταμετρώ]], με αιτ., σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γεωμετρέω:''' <b class="num">1)</b> мерить землю, заниматься геометрией Plat., Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> измерять, точно размеривать (τὰ τῆς γᾰς [[ὑπένερθε]] καὶ τὰ ἐπίπεδα Pind. ap. Plat.; πόδας Xen.): δεήσει τοὺς βουλομένους εὐστοχεῖν γεγεωμετρηκέναι Polyb. тем, кто хочет попадать в цель, нужно овладеть искусством расчета. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:16, 31 December 2018
English (LSJ)
prop.,
A measure, survey land, BGU12.27 (ii A. D.):— but usu., practise or profess geometry, Pl.Tht.162e, Men.85e, Arist. Rh.1406b30. II generally, measure, c. acc., τὸν ἀέρα Ar.Av.995; τὰ ἐπίπεδα Pl.Tht.173e, cf. X.Smp.6.8, BGU12.27 (ii A. D.), Luc. Icar.21 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 488] die Erde, Land vermessen, ein Geometer sein, übh. ausmessen, τά τε γᾶς ὑπένερθε καὶ τὰ ἐπίπεδα Pind. bei Plat. Theaet. 173 e; vgl. Men. 85 e. Xen. Conv. 6, 8; Pol. 9, 20 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γεωμετρέω: μετρῶ, τὴν γῆν, εἶμαι γεωμέτρης, Πλάτ. Θεαιτ. 162Ε, Μένωνι 85Ε, Ἀριστ., κ. ἀλλ. ΙΙ. μετρῶ, καταμετρῶ· μ. αἰτ., τὰ ἐπίπεδα παρὰ Πλάτ. Θεαιτ. 173Ε· πόδας Ξεν. Συμπ. 6, 8.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. γεωμετρήσω;
mesurer la terre, être arpenteur ou géomètre.
Étymologie: γεωμέτρης.
Spanish (DGE)
1 medir τὰ ἐπίπεδα γεωμετροῦσα Pl.Tht.173e, τὸν ἀέρα Ar.Au.995, cf. X.Smp.6.8, Luc.Icar.21, Ner.4, esp. ref. a tierras cultivables τὴν ἐν Ταπεπτιὰ γῆν PCair.Zen.188.2 (III a.C.), τὴν τῶν πρεζβύτων (sic) γῆν PLugd.Bat.20.38.2 (III a.C.), τὴν σησαμῖτιν καὶ τὴν ξυλῖτιν PSI 502.28 (III a.C.), πάντας τοὺς ... κλήρους SB 5942.2 (III a.C.), en v. pas. τὰ ἄβροχα καὶ τὰ ἄσπορα POxy.1842.5 (VI d.C.)
•abs. medir la tierra, actuar de agrimensor, BGU 12.27 (II d.C.).
2 practicar o conocer la geometría ἢ δεδίδαχέν τις τοῦτον γεωμετρεῖν Pl.Men.85e, cf. Tht.162e, εἴκαζεν Ἀρχίδαμον Εὐξένῳ γεωμετρεῖν οὐκ ἐπισταμένῳ Arist.Rh.1406b30, οἱ γεωμετροῦντες Plu.2.52d, ἀπεφήνατ' ἀεὶ γ. τὸν θεόν Plu.2.718c
•en v. pas. τὰ γεωμετρούμενα descripciones geométricas Archim.Quadr.proem., Hero Def.136.51, Geom.2, 3.
Greek Monotonic
γεωμετρέω: μέλ. -ήσω,
I. μετρώ τη γη, εξασκώ ή διδάσκω γεωμετρία, σε Πλάτ.
II. μετρώ, καταμετρώ, με αιτ., σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
γεωμετρέω: 1) мерить землю, заниматься геометрией Plat., Arst., Plut.;
2) измерять, точно размеривать (τὰ τῆς γᾰς ὑπένερθε καὶ τὰ ἐπίπεδα Pind. ap. Plat.; πόδας Xen.): δεήσει τοὺς βουλομένους εὐστοχεῖν γεγεωμετρηκέναι Polyb. тем, кто хочет попадать в цель, нужно овладеть искусством расчета.