προσγυμνάζω: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσγυμνάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εξασκώ]] σε ή μέσα σε ένα [[πράγμα]], σε Πλάτ. — Παθ., <i>προσγεγυμνασμένος πολέμῳ</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''προσγυμνάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εξασκώ]] σε ή μέσα σε ένα [[πράγμα]], σε Πλάτ. — Παθ., <i>προσγεγυμνασμένος πολέμῳ</i>, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''προσγυμνάζω:''' упражнять, приучивать упражнением (τινά Plat.; τῷ πολέμῳ προσγεγυμνασμένος Plut.).
}}
}}

Revision as of 09:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσγυμνάζω Medium diacritics: προσγυμνάζω Low diacritics: προσγυμνάζω Capitals: ΠΡΟΣΓΥΜΝΑΖΩ
Transliteration A: prosgymnázō Transliteration B: prosgymnazō Transliteration C: prosgymnazo Beta Code: prosgumna/zw

English (LSJ)

   A exercise at or in a thing, τινι Pl.Lg.647c:—Med., ὁ -αζόμενος,=sq., Gal.6.177 (v.l. προγ-) ; π. τινί Alex.Aphr.in Top.232.3; πολέμῳ -γεγυμνασμένος Plu.Marc.27.    2 metaph. in Med., enter into a contest with, τινι D.Chr.36.27: abs., M.Ant.6.20.

German (Pape)

[Seite 754] dabei, daran üben; Plat. Legg. I, 647 c; τῷ πολέμῳ προσγεγυμνασμένος, Plut. Marcell. 27.

Greek (Liddell-Scott)

προσγυμνάζω: γυμνάζω, ἀσκῶ εἴς τι πράγμα, Πλάτ. Νόμ. 647C. ― Μέσ., ἀσκῶ ἐμαυτόν, γυμνάζομαι, Δίων Χρυσ. 2. 86. ― Παθ., προσγεγυμνασμένος πολέμῳ Πλουτ. Μάρκελλ. 27.

French (Bailly abrégé)

exercer à, rég. ind. au dat.
Étymologie: πρός, γυμνάζω.

Greek Monolingual

Α
1. ασκώ, γυμνάζω κάποιον σε κάτι επί πλέον
2. μτφ. κατέρχομαι σε αγώνα με κάποιον
3. (το αρσ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ προσγυμναζόμενος
ο προσγυμναστής.

Greek Monotonic

προσγυμνάζω: μέλ. -σω, εξασκώ σε ή μέσα σε ένα πράγμα, σε Πλάτ. — Παθ., προσγεγυμνασμένος πολέμῳ, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

προσγυμνάζω: упражнять, приучивать упражнением (τινά Plat.; τῷ πολέμῳ προσγεγυμνασμένος Plut.).