λυκηγενής: Difference between revisions
Μέγιστον ὀργῆς ἐστι φάρμακον λόγος → Irae remedium maximum est oratio → Das beste Mittel gegen Zorn: ein gutes Wort
(23) |
(3) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λυκηγενής]], -ές (Α)<br />(<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ [[Λυκηγενής]]<br />[[προσωνυμία]] του Απόλλωνος, ως θεού του φωτός ή, κατ' άλλους, [[επειδή]] γεννήθηκε στη [[Λυκία]] («εὔχεο δὲ Ἀπόλλωνι Λυκηγενέι κλυτοτόξῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], ο τ. θεωρείται [[σύνθετος]] σε -<i>γενής</i> και αναφέρεται ως [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος, [[επειδή]] ο Απόλλων γεννήθηκε στη [[Λυκία]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Λύκιος</i>). Συγκεκριμένα, ο τ. [[Λυκηγενής]] ([[αντί]] του αναμενόμενου <i>Λυκιογενής</i>) προέρχεται από [[Λυκία]] <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>η</i>- (για μετρικούς λόγους) <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]). Κατ' άλλους, όμως, ο τ. θεωρείται [[σύνθετος]] του [[λύκη]] «[[αυγή]], [[χάραμα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αμφιλύκη</i>, [[λύχνος]]) και αποδίδεται στον Απόλλωνα ως θεό του φωτός]. | |mltxt=[[λυκηγενής]], -ές (Α)<br />(<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ [[Λυκηγενής]]<br />[[προσωνυμία]] του Απόλλωνος, ως θεού του φωτός ή, κατ' άλλους, [[επειδή]] γεννήθηκε στη [[Λυκία]] («εὔχεο δὲ Ἀπόλλωνι Λυκηγενέι κλυτοτόξῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], ο τ. θεωρείται [[σύνθετος]] σε -<i>γενής</i> και αναφέρεται ως [[προσωνυμία]] του Απόλλωνος, [[επειδή]] ο Απόλλων γεννήθηκε στη [[Λυκία]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Λύκιος</i>). Συγκεκριμένα, ο τ. [[Λυκηγενής]] ([[αντί]] του αναμενόμενου <i>Λυκιογενής</i>) προέρχεται από [[Λυκία]] <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>η</i>- (για μετρικούς λόγους) <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]). Κατ' άλλους, όμως, ο τ. θεωρείται [[σύνθετος]] του [[λύκη]] «[[αυγή]], [[χάραμα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αμφιλύκη</i>, [[λύχνος]]) και αποδίδεται στον Απόλλωνα ως θεό του φωτός]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λῠκηγενής:''' светорожденный, по по друг. - рожденный в Ликии (эпитет Аполлона) Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:48, 31 December 2018
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
père de la lumière (Apollon) ; selon l’interprétation commune né en Lycie.
Étymologie: *λύκη, lumière, ou Λυκία, γένος.
English (Autenrieth)
έος (root λυκ, lux): light-born, epith. of Apollo as sun-god, Il. 4.101, 119.
Greek Monolingual
λυκηγενής, -ές (Α)
(το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Λυκηγενής
προσωνυμία του Απόλλωνος, ως θεού του φωτός ή, κατ' άλλους, επειδή γεννήθηκε στη Λυκία («εὔχεο δὲ Ἀπόλλωνι Λυκηγενέι κλυτοτόξῳ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ο τ. θεωρείται σύνθετος σε -γενής και αναφέρεται ως προσωνυμία του Απόλλωνος, επειδή ο Απόλλων γεννήθηκε στη Λυκία (πρβλ. Λύκιος). Συγκεκριμένα, ο τ. Λυκηγενής (αντί του αναμενόμενου Λυκιογενής) προέρχεται από Λυκία + συνδετικό φωνήεν -η- (για μετρικούς λόγους) + -γενής (< γένος). Κατ' άλλους, όμως, ο τ. θεωρείται σύνθετος του λύκη «αυγή, χάραμα» (πρβλ. αμφιλύκη, λύχνος) και αποδίδεται στον Απόλλωνα ως θεό του φωτός].
Russian (Dvoretsky)
λῠκηγενής: светорожденный, по по друг. - рожденный в Ликии (эпитет Аполлона) Hom.