συνεξανίστημι: Difference between revisions
κάλλιστον τὸ δικαιότατον, λῷστον δ' ὑγιαίνειν → nothing is more beautiful than being just, but nothing is more pleasant than being healthy | Most beautiful is what is most just; the best thing is to be healthy.
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνεξανίστημι:''' μέλ. <i>-αναστήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[εξεγείρω]], [[υποκινώ]] σε [[εξέγερση]] από κοινού, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., σηκώνομαι συγχρόνως, σηκώνομαι και [[προσέρχομαι]] μαζί με, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> εξεγείρομαι σε [[στάση]], [[επαναστατώ]], [[αποστατώ]] με τη [[συνέργεια]] κάποιου, στον ίδ. | |lsmtext='''συνεξανίστημι:''' μέλ. <i>-αναστήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[εξεγείρω]], [[υποκινώ]] σε [[εξέγερση]] από κοινού, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., σηκώνομαι συγχρόνως, σηκώνομαι και [[προσέρχομαι]] μαζί με, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> εξεγείρομαι σε [[στάση]], [[επαναστατώ]], [[αποστατώ]] με τη [[συνέργεια]] κάποιου, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συν-εξανίστημι, med.-pass. intrans. συνεξανίσταμαι ( praes. en fut. med., stamaor.)\n tegelijk uit zijn zetel opstaan. Plut. Ages. 12.9. milit. tegelijk (met...) in actie komen, met dat. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A stir up or excite together, Plu.2.44c. II Pass., with aor. 2 and pf.Act., rise and come forth with, Id.Ages.12; to be roused to action or ready for action with or together, ἅμα τισί Id.Pyrrh.11; πρός τι Id.Dem.18, Cat. Mi.59; σ. τοῖς καιροῖς Plb.16.9.4. 2 rise in rebellion, revolt along with or together, Id.5.39.4, etc.; τινι D.C.71.27. 3 to be in enthusiastic sympathy with, τούτῳ ταῖς ὁρμαῖς, of the crowd at a wrestling-match, Plb.27.9.3.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξανίστημι: ἐξανίστημι, διεγείρω ἢ ἐξεγείρω ὁμοῦ, Πλούτ. 2. 44C. ΙΙ. Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἐγείρομαι συγχρόνως, ἐγείρομαι καὶ προσέρχομαι μετά τινος, διάφ. γραφ. παρὰ Ξεν. Κύρ. 8. 4, 27, Πλουτ. Ἀγησ. 12, κτλ.· ἅμα τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Πύρρῳ 11· σ. τοῖς καιροῖς Πολύβ. 16. 9, 4. 2) ἐγείρομαι ἐν ἀποστασίᾳ, ἀποστατῶ, ἐπαναστατῶ ὁμοῦ μετά τινος, ὁ αὐτ. 5. 39, 4, κτλ.· τινι Δίων Κ. 71. 28· πρός τι Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 59, κλπ.
French (Bailly abrégé)
I. tr. exciter avec ou en même temps;
II. intr., à l’ao.2, au pf., au pqp. et au Moy.
1 se lever avec;
2 se soulever avec : πρός τι contre qch;
3 croître ou pousser avec.
Étymologie: σύν, ἐξανίστημι.
Greek Monolingual
Α ἐξανίστημι
1. διεγείρω ή εξεγείρω, ξεσηκώνω μαζί («ἀεὶ δὲ λυπεῑ τοὺς ἀκροωμένους, ἀνασοβῶν καὶ συνεξανιστὰς παρὰ γνώμην», Πλούτ.)
2. (μέσ. ή παθ.) συνεξανίσταμαι
α) προσέρχομαι με κάποιον
β) κάνω κάτι ή προετοιμάζομαι για κάτι ταυτοχρόνως με κάποιον («Πύρρος τούτοις ἄμα συνεξαναστὰς ἐπὶ Βέροιαν ἦλθε», Πλούτ.)
γ) μτφ. συμμορφώνομαι με κάτι («συνεξανίστασθαι τοῑς καιροῑς» — να ακολουθούν τις περιστάσεις, Πολ.)
δ) εγείρομαι μαζί με άλλον σε αποστασία («τὰ ἔθνη τὰ τῷ Κασσίῶ συνεξαναστάντα», Δίων Κάσσ.)
ε) παραφέρομαι από ενθουσιασμό υπέρ κάποιου.
Greek Monolingual
Α ἐξανίστημι
1. διεγείρω ή εξεγείρω, ξεσηκώνω μαζί («ἀεὶ δὲ λυπεῑ τοὺς ἀκροωμένους, ἀνασοβῶν καὶ συνεξανιστὰς παρὰ γνώμην», Πλούτ.)
2. (μέσ. ή παθ.) συνεξανίσταμαι
α) προσέρχομαι με κάποιον
β) κάνω κάτι ή προετοιμάζομαι για κάτι ταυτοχρόνως με κάποιον («Πύρρος τούτοις ἄμα συνεξαναστὰς ἐπὶ Βέροιαν ἦλθε», Πλούτ.)
γ) μτφ. συμμορφώνομαι με κάτι («συνεξανίστασθαι τοῑς καιροῑς» — να ακολουθούν τις περιστάσεις, Πολ.)
δ) εγείρομαι μαζί με άλλον σε αποστασία («τὰ ἔθνη τὰ τῷ Κασσίῶ συνεξαναστάντα», Δίων Κάσσ.)
ε) παραφέρομαι από ενθουσιασμό υπέρ κάποιου.
Greek Monotonic
συνεξανίστημι: μέλ. -αναστήσω,
I. εξεγείρω, υποκινώ σε εξέγερση από κοινού, σε Πλούτ.
II. 1. Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., σηκώνομαι συγχρόνως, σηκώνομαι και προσέρχομαι μαζί με, στον ίδ.
2. εξεγείρομαι σε στάση, επαναστατώ, αποστατώ με τη συνέργεια κάποιου, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εξανίστημι, med.-pass. intrans. συνεξανίσταμαι ( praes. en fut. med., stamaor.)\n tegelijk uit zijn zetel opstaan. Plut. Ages. 12.9. milit. tegelijk (met...) in actie komen, met dat.