συμποσίαρχος: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμποσίαρχος:''' ὁ, αυτός που προΐσταται του συμποσίου, που αναγγέλλει την [[πρόποση]], Λατ. [[magister]] bibendi, σε Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''συμποσίαρχος:''' ὁ, αυτός που προΐσταται του συμποσίου, που αναγγέλλει την [[πρόποση]], Λατ. [[magister]] bibendi, σε Ξεν. κ.λπ.
}}
{{elnl
|elnltext=συμποσίαρχος -οῦ, ὁ [συμπόσιον, ἄρχω] leider van de drinkpartij, symposiarch.
}}
}}

Revision as of 09:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμποσίαρχος Medium diacritics: συμποσίαρχος Low diacritics: συμποσίαρχος Capitals: ΣΥΜΠΟΣΙΑΡΧΟΣ
Transliteration A: symposíarchos Transliteration B: symposiarchos Transliteration C: symposiarchos Beta Code: sumposi/arxos

English (LSJ)

ὁ,

   A president of a drinking-party, toastmaster, X.An.6.1.30, Alex.21, Plu.2.208b, 620f, OGI646.14 (Palmyra, iii A.D.), etc.; also συμποσι-άρχης, ου, ο, Supp.Epigr.7.151,168 (ibid., ii A.D.). Cf. συμποτικός.

German (Pape)

[Seite 989] ὁ, auch συμποσιάρχης, der magister bibendi, der Zechmeister, der beim Trinkgelage od. Schmause Alles anzuordnen hat; Xen. An. 5, 9, 30; Plut. Symp. 1, 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

συμποσίαρχος: ὁ, ὁ πρόεδρος συμποσίου ἢ συμποτῶν, Λατ. rex convivii ἢ magister bilendi, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 30· οὐ συμποσίαρχος ἦν γὰρ ἀλλὰ δήμιος ὁ Χαιρέας, κυάθους προπίνων εἴκοσιν Ἄλεξ. ἐν «Ἀποκοπτομένῳ» 2, Συλλ. Ἐπιγραφ. 4485. 15, Πλούτ., κλπ.· ὡσαύτως, συμποσιάρχης, ου, ὁ, ὁ αὐτ. 2. 620Ε, Συλλ. Ἐπιγραφ. 2163· ― ὅθεν συμποσιαρχέω, εἶμαι συμποσίαρχος, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 12, 12, Πλουτ. 2. 620C καὶ συμποσιαρχία, ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ συμποσιάρχου, αὐτόθι 620Α· ― Πρβλ. συμποτικός.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
président d’un banquet.
Étymologie: συμπόσιον, ἄρχω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που προεξάρχει σε συμπόσιο, που διευθύνει το συμπόσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπόσιον + -αρχος].

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που προεξάρχει σε συμπόσιο, που διευθύνει το συμπόσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπόσιον + -αρχος].

Greek Monotonic

συμποσίαρχος: ὁ, αυτός που προΐσταται του συμποσίου, που αναγγέλλει την πρόποση, Λατ. magister bibendi, σε Ξεν. κ.λπ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμποσίαρχος -οῦ, ὁ [συμπόσιον, ἄρχω] leider van de drinkpartij, symposiarch.