κρίβανος: Difference between revisions
οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)
(3) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κρίβᾰνος:''' ион. и поздн. κλίβᾰνος (ῑβ) ὁ духовая печь Her., Arph. etc. | |elrutext='''κρίβᾰνος:''' ион. и поздн. κλίβᾰνος (ῑβ) ὁ духовая печь Her., Arph. etc. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κρίβανος -ου, ὁ, ook κλίβανος, kribanos, broodpan (gesloten pot of pan om brood in te bakken). | |||
}} | }} |
Revision as of 10:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, Att. for κλίβανος (which is called Dor. in EM538.19, cf. Epich.143, and is the usu. form in Pap., PPetr.3p.328 (iii B. C.), etc.),
A covered earthen vessel, wider at bottom than at top, wherein bread was baked by putting hot embers round it, Hdt.2.92 (in form κλιβ-), A.Fr.309, Ar.Ach.86, V.1153, al., Antiph.176.5; οὕτως εἰμὶ ὡς εἰς κρίβανον POxy. 1842.7 (vi A. D.); potter's oven, PCair.Zen.271.9 (iii B. C., κλ-). 2 funnel-shaped vessel, used for drawing water, Str.16.2.13 (κλ-). II underground channel or vaulted passage, in irrigation works, Sammelb. 7188.17 (ii B. C., κλ-). 2 hollow, cavern in a rock, Ael.NA 2.22.
Greek (Liddell-Scott)
κρίβᾰνος: ῑ, ὁ, Ἀττ. ἀντὶ κλίβανος (ὅπερ θεωρεῖται Δωρ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 538. 19, πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 179)· ― πήλινον ἀγγεῖον, χύτρα πλατυτέρα κατὰ τὴν βάσιν ἢ τὴν κορυφήν, ἐν ᾗ ὡπτᾶτο ἄρτος περιτιθεμένης θερμῆς τέφρας περὶ αὐτήν, διότι παρήγετο οὕτω θερμότης ὁμαλωτέρα ἢ ἐν τῷ συνήθει ἰπνῷ, «φούρνῳ», (ἰπνός), Ἡρόδ. 2. 92 (ἐν τῷ τύπῳ κλιβ-), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 321, Ἀριστοφ. Ἀχ. 86, Σφ. 1153, κ. ἀλλ., Ἀντιφάν. ἐν «Ὀμφάλῃ» 1. 5. 2) ἀγγεῖον χωνοειδὲς χρησιμεῦον πρὸς ἄντλησιν ὕδατος ἐκ φρέατος, Στράβ. 754. ΙΙ. κοιλότης, κοίλωμα ἐντὸς βράχου, Αἰλ. π. Ζ. 2. 22.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 four à griller de l’orge ; p. ext. four de campagne, tourtière;
2 trou de rocher.
Étymologie: DELG t. techn. obscur.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κρίβᾰνος: [ῑ], Ιων. κλίβᾰνος, ὁ, χωμάτινο αγγείο, κατσαρόλι, πιο πλατύ στη βάση από όσο στην κορυφή, στο οποίο μέσα ψηνόταν το ψωμί βάζοντας ζεστά κάρβουνα τριγύρω του, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κρίβᾰνος: ион. и поздн. κλίβᾰνος (ῑβ) ὁ духовая печь Her., Arph. etc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρίβανος -ου, ὁ, ook κλίβανος, kribanos, broodpan (gesloten pot of pan om brood in te bakken).