περιψύχω: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
(32)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ψύχω]], [[παγώνω]] [[κάτι]] [[γύρω]] [[γύρω]], εντελώς, σε όλη του την [[επιφάνεια]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>περιψύχομαι</i><br />καταψύχομαι, [[παγώνω]] [[παντού]] («περιψυχομένων τῶν [[ἄκρων]]», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[δροσίζω]], [[αναψύχω]], [[περιποιούμαι]] («περιψύχων υἱὸν καταδεσμεύσει τραύματα αὐτοῡ», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ψύχω]] «[[ψυχραίνω]], [[παγώνω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ψύχω]], [[παγώνω]] [[κάτι]] [[γύρω]] [[γύρω]], εντελώς, σε όλη του την [[επιφάνεια]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>περιψύχομαι</i><br />καταψύχομαι, [[παγώνω]] [[παντού]] («περιψυχομένων τῶν [[ἄκρων]]», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[δροσίζω]], [[αναψύχω]], [[περιποιούμαι]] («περιψύχων υἱὸν καταδεσμεύσει τραύματα αὐτοῡ», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ψύχω]] «[[ψυχραίνω]], [[παγώνω]]»].
}}
{{elnl
|elnltext=περι-ψύχω afkoelen, koud worden.
}}
}}

Revision as of 10:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιψύχω Medium diacritics: περιψύχω Low diacritics: περιψύχω Capitals: ΠΕΡΙΨΥΧΩ
Transliteration A: peripsýchō Transliteration B: peripsychō Transliteration C: peripsycho Beta Code: periyu/xw

English (LSJ)

[ῡ],

   A chill all round, τὴν σάρκα Arist.Pr.966b11 :—Pass., to be chilled all over, Hp.Epid.1.26.γ ; grow cool, Thphr.Ign.52, Plu.2.690d :—also intr. in Act., Hp.Coac.176, Epid.3.17.ά, Thphr.l.c.    II metaph., refresh, revive, cherish τινα LXX Si.30.7 (v. l.), D.H.7.46 (cj. Reiske), Alciphr.1.39.

German (Pape)

[Seite 601] rings, gänzlich abkühlen, erfrischen; an der Oberfläche od. den äußersten Gliedern kalt machen, Plut. Symp. 6, 4 u. öfter. – Auch = umfächeln, liebkosen, καὶ περικροτέω, D. Hal. 7, 46, vgl. Alciphr. 1, 39 u. περίψυκτος.

Greek (Liddell-Scott)

περιψύχω: [ῡ], μέλλ. -ξω, κάμνω τι ψυχρὸν ὁλόγυρα, Λατιν. perfrigerare, Ἀριστ. Προβλ. 36. 7. ― Παθ., γίνομαι ψυχρός, παγώνω κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν ἢ τὰ ἄκρα, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 974· γίνομαι ψυχρός, Πλούτ. 2. 690D· ― οὕτω καὶ μεταβατ. ἐν τῷ ἐνεργ., Ἱππ. Κωακ. 147, Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1093, Θεοφρ. περὶ Πυρὸς 52. ΙΙ. μεταφορ., δροσίζω, ἀναψύχω, περιποιοῦμαι, τινὰ Διον. Ἁλ. 7. 46, Ἀλκίφρων 1. 39, Ἑβδ. (Σειρὰχ Λ΄, 7).

French (Bailly abrégé)

Ι. tr. 1 refroidir tout autour, à la surface ou aux extrémités ; Pass. se refroidir aux extrémités pendant la fièvre;
2 fig. rafraîchir, ranimer, récréer;
II. intr. se refroidir à la surface ou aux extrémités.
Étymologie: περί, ψύχω.

Greek Monolingual

Α
1. ψύχω, παγώνω κάτι γύρω γύρω, εντελώς, σε όλη του την επιφάνεια
2. παθ. περιψύχομαι
καταψύχομαι, παγώνω παντού («περιψυχομένων τῶν ἄκρων», Θεόφρ.)
3. μτφ. δροσίζω, αναψύχω, περιποιούμαι («περιψύχων υἱὸν καταδεσμεύσει τραύματα αὐτοῡ», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ψύχω «ψυχραίνω, παγώνω»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-ψύχω afkoelen, koud worden.