σύδην: Difference between revisions
τί δ' ἢν ῥαφανιδωθῇ πιθόμενός σοι τέφρᾳ τε τιλθῇ, ἕξει τινὰ γνώμην λέγειν τὸ μὴ εὐρύπρωκτος εἶναι; → What if he should have a radish shoved up his ass because he trusted you and then have hot ashes rip off his hair? What argument will he be able to offer to prevent himself from having a gaping-anus | but suppose he trusts in your advice and gets a radish rammed right up his arse, and his pubic hairs are burned with red-hot cinders. Will he have some reasoned argument to demonstrate he's not a loose-arsed bugger
(6) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σύδην:''' [ῠ], επίρρ. ([[σεύω]]), ορμητικά, βίαια, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''σύδην:''' [ῠ], επίρρ. ([[σεύω]]), ορμητικά, βίαια, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σύδην [σεύω] adv., in snelle vaart, halsoverkop. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], Adv., (σεύω)
A impetuously, hurriedly, ς . . . αἴρονται φυγήν A.Pers.480.
German (Pape)
[Seite 972] (σεύω) adv., mit Ungestüm, heftig, σύδην κατ' οὖρον οὐκ εὔκοσμον αἴρονται φυγήν, Aesch. Pers. 492.
Greek (Liddell-Scott)
σύδην: [ῠ], Ἐπίρρ. (σεύω) ταχέως καὶ ὁρμητικῶς, μετὰ σπουδῆς, σ. αἴρεσθαι φυγὴν Αἰσχύλ. Πέρσ. 480.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec impétuosité.
Étymologie: σεύω, -δην.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με ορμή, σφοδρώς («ναῶν γε ταγοὶ τῶν λελειμμένων σύδην», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συ- του σεύω «θέτω σε κίνηση, ορμώ, διώκω» (πρβλ. αόρ. έσ-σν-μην) + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγ-δην), βλ. και λ. πανσυδί.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με ορμή, σφοδρώς («ναῶν γε ταγοὶ τῶν λελειμμένων σύδην», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συ- του σεύω «θέτω σε κίνηση, ορμώ, διώκω» (πρβλ. αόρ. έσ-σν-μην) + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγ-δην), βλ. και λ. πανσυδί.
Greek Monotonic
σύδην: [ῠ], επίρρ. (σεύω), ορμητικά, βίαια, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύδην [σεύω] adv., in snelle vaart, halsoverkop.