κινυρός: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(3) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κῐνῠρός:''' жалобно стонущий ([[μήτηρ]] Hom.). | |elrutext='''κῐνῠρός:''' жалобно стонущий ([[μήτηρ]] Hom.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κινυρός -ά -όν droevig klinkend. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ά, όν,
A wailing, plaintive, Il.17.5; γόος A.R.4.605; πέτηλα Nonn.D.38.95; v. μινυρός.
German (Pape)
[Seite 1441] wehklagend, winselnd; von einer Kuh Il. 17, 5; μύρονται κινυρὸν μέλεαι γόον Ap. Rh. 4, 605; Nonn. öfter. Vgl. μινυρός.
Greek (Liddell-Scott)
κῐνῠρός: -ά, -όν, κλαυθυρμός, γοερός, Ἰλ. Ρ. 5.· γόος Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 605· πέτηλα Νόνν. Δ. 38. 95· ἴδε μινυρός.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
plaintif, lamentable.
Étymologie: DELG pas d’étym.
English (Autenrieth)
whimpering, wailing, Il. 17.5†.
Greek Monolingual
κινυρός, -ά, -όν (Α)
θρηνώδης, γοερός («κινηρός γόος», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λεξιλογική ομάδα κινυρός, κινυρίζω, κινύρομαι συνδέεται άμεσα με εκείνη τών μινυρός, «αυτός που κλαψουρίζει»
μινυρίζω, μινύρομαι «παραπονούμαι, μουρμουρίζω». Αρχικοί τ. τών δύο ομάδων είναι πιθ. ο κινυρός και το ρ. μινυρίζω, αναλογικά προς τους οποίους σχηματίστηκαν οι τ. μινυρός και κινυρίζω, αντιστοίχως, ενώ τα ρ. κινύρομαι και μινύρομαι δημιουργήθηκαν πιθ. υπό την επίδραση του μύρομαι «κλαίω, θρηνώ»].
Greek Monotonic
κῐνῠρός: -ά, -όν, γοερός, λυπητερός, θρηνητικός, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κῐνῠρός: жалобно стонущий (μήτηρ Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κινυρός -ά -όν droevig klinkend.