δημοκρατικός: Difference between revisions
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
(3) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δημοκρᾰτικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει μια [[δημοκρατία]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ευνοϊκός]] προς τη [[δημοκρατία]], [[δημοκρατικός]] στις πολιτικές πεποιθήσεις, φρονήματα, σε Πλάτ. | |lsmtext='''δημοκρᾰτικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει μια [[δημοκρατία]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ευνοϊκός]] προς τη [[δημοκρατία]], [[δημοκρατικός]] στις πολιτικές πεποιθήσεις, φρονήματα, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δημοκρατικός -ή -όν [δημοκρατέομαι] tot de democratie behorend, democratisch. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a democracy, νόμοι Pl.R.338e; δημοκρατικόν τι δρᾶν to do a popular act, Ar.Ra.952; τὸ δίκαιον τὸ δ. Arist.Pol.1280a9. Adv. -κῶς D.S.2.32, Str.6.3.4. II of persons (δημοτικός is more usu. in this sense), favouring democracy or suited to democracy, Lys.25.8, Pl.R.571a, Arist.EN1131a27.
German (Pape)
[Seite 563] ή, όν, zur Demokratie gehörig, demokratisch; νόμοι Plat. Rep. I, 338 e; πολιτεία Arist. Pol. 3, 17; Pol. 4, 1; συμμαχία, Bündniß mit einem demokratischen Staat, 10, 23; demokratisch gesinnt, Plat. Rep. IX, 571 a; Arist. Eth. Nic. 5, 6; auch = dem Volke ergeben.
Greek (Liddell-Scott)
δημοκρᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος πρὸς δημοκρατίαν ,νόμοι Πλάτ. Πολ. 338Ε· δημοκρατικόν τι δρᾶν, ἐνεργῶ πρᾶξιν δημοτικήν, ἀρεστὴν τῷ δήμῳ, Ἀριστοφ. Βατρ. 952· τό δίκαιον τό δημ. Ἀριστ. Πολ. 3. 9, 1.- Ἐπίρρ. -κῶς Στράβ. 280, Διόδ. 2. 32. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ εὔνους τῇ δημοκρατίᾳ, ἔχων φρονήματα δημοκρατικά, Λυσ. 171. 36, Πλάτ. Πολ. 571Α, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 3, 7· ἀλλὰ τὸ δημοτικὸς εἶναι κοινότερον ἐπὶ προσώπων.-Πρβλ. Κόντου Γλωσσ.Παρατ. σ. 119 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne la démocratie, démocratique;
2 partisan de la démocratie.
Étymologie: δημοκρατία.
Spanish (DGE)
(δημοκρᾰτικός) -ή, -όν
I 1de instituciones y modo de vida propio de la democracia, democrático δημοκρατικὸν γὰρ αὔτ' ἔδρων lo que yo estaba haciendo era democrático Ar.Ra.952, νόμοι Pl.R.338e, D.S.16.70, cf. Arist.Pol.1281a37, πολιτεία Pl.Lg.756e, Arist.Pol.1317a40, Plb.4.1.5, 31.2.12, cf. D.S.12.11, δ. ... τὸ κατασκεύασμα τῶν συσσιτίων Arist.Pol.1271a32, ἦθος Arist.Pol.1337a16, ἡ τῶν προβούλων (ἀρχή) ... οὐ δ., βουλὴ δὲ δημοτικόν la magistratura de los ponentes no es democrática, en cambio la asamblea es una institución democrática Arist.Pol.1299b31, δοκεῖ δ. μὲν εἶναι τὸ κληρωτὰς εἶναι τὰς ἀρχάς Arist.Pol.1294b8, συμμαχία Plb.10.25.6, διάθεσις Plb.6.46.4
•op. otras formas de gobierno τί τὸ δίκαιον τό τε ὀλιγαρχικὸν καὶ δημοκρατικόν Arist.Pol.1280a9, ἀριστοκρατικὸν τὸ πολίτευμα ... ἢ δημοκρατικὸν ἢ μοναρχικόν en Roma, Plb.6.11.11
•aplicado a ámbitos no políticos ἡ ἀριθμητικὴ ἀναλογία, ὡς δ. καὶ ὀχλικὴ οὖσα Plu.2.719b, δ. ἐστι τὸ δεῖπνον Plu.2.616f, βίος ... δημοκρατικώτατος SEG 28.953.21 (Cízico I d.C.), δημοκρατικὰ ὀνόματα en la república romana, D.C.53.18.2, θράσος D.C.56.43.4
•neutr. sg. subst. τὸ δ. el régimen democrático τὸ δ. ὑπεχώρησε τῷ ὀλιγαρχικῷ Pl.R.560a
•neutr. compar. como adv. más democráticamente οὕτως ... δημοκρατικώτερον αὑτῷ δόξει βοηθεῖν Ph.2.337.
2 de pers. demócrata, partidario de la democracia οὐδείς ἐστιν ... φύσει οὔτε ὀλιγαρχικὸς οὔτε δ. Lys.25.8, op. ὁ τυραννικὸς ἀνήρ Pl.R.571a
•subst. οἱ δημοκρατικοί op. οἱ ὀλιγαρχικοί y οἱ ἀριστοκρατικοί Arist.EN 1131a27, δ. δὲ καὶ φρονήματος ἐλευθερίου μεστός I.BI 4.358, δημοκρατικώτατός τε γὰρ εἶναι τὰ πρῶτα δόξας ... μοναρχικώτατος ἐγένετο de Tiberio, D.C.59.3.1.
II adv. -ῶς democráticamente τὰς πόλεις ... διοικεῖσθαι δ. D.S.2.32, cf. ITralleis 31.7, πολιτεύεσθαι Str.6.3.4, cf. I.AI 20.234, D.C.45.44.2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α δημοκρατικός, -ή, -όν)
1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δημοκρατία ή στους δημοκράτες («δημοκρατικά ιδεώδη»)
2. ως ουσ. ο οπαδός της δημοκρατίας, αυτός που θεωρεί τη δημοκρατία ως το καλύτερο πολίτευμα («οὐδείς ἐστιν ἀνθρώπων φύσει οὔτε ὀλιγαρχικός, οὔτε δημοκρατικός», Λυσ.)
νεοελλ.
1. αυτός που υποστηρίζει τις αρχές της ισότητας
2. ο καταδεκτικός, ο απλός στους τρόπους.
Greek Monotonic
δημοκρᾰτικός: -ή, -όν,
I. αυτός που ανήκει ή χαρακτηρίζει μια δημοκρατία, σε Αριστοφ., Πλάτ.
II. λέγεται για πρόσωπα, ευνοϊκός προς τη δημοκρατία, δημοκρατικός στις πολιτικές πεποιθήσεις, φρονήματα, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δημοκρατικός -ή -όν [δημοκρατέομαι] tot de democratie behorend, democratisch.