στύω: Difference between revisions
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(39) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ<br />([[κυρίως]] το μέσ.) <i>στύομαι</i><br />έχω το [[πέος]] ή την [[κλειτορίδα]] τεντωμένα, έχω [[στύση]], έχω διεγερθεί<br /><b>αρχ.</b><br />(το ενεργ.) ([[κυρίως]] σχετικά με το γεννητικό [[μόριο]]) [[κάνω]] σκληρό ή [[κάνω]] να σηκωθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[στύω]] έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>στ</i>- της ρίζας του [[ἵστημι]] με [[παρέκταση]] -<i>u</i>/<i>F</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[στύλος]])]. | |mltxt=ΝΑ<br />([[κυρίως]] το μέσ.) <i>στύομαι</i><br />έχω το [[πέος]] ή την [[κλειτορίδα]] τεντωμένα, έχω [[στύση]], έχω διεγερθεί<br /><b>αρχ.</b><br />(το ενεργ.) ([[κυρίως]] σχετικά με το γεννητικό [[μόριο]]) [[κάνω]] σκληρό ή [[κάνω]] να σηκωθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[στύω]] έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>στ</i>- της ρίζας του [[ἵστημι]] με [[παρέκταση]] -<i>u</i>/<i>F</i>- (<b>βλ. λ.</b> [[στύλος]])]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=στύω [~ στῦλος] perf. Laconisch 3 plur. ἐστύκαντι Aristoph. Lys. 996, een erectie krijgen, (hem) omhoog krijgen:; ὅστις ἔτι στῦσαι δύνατος alwie hem nog omhoog kan krijgen Aristoph. Lys. 80; meestal pass. met intrans. perf. ἔστυκα een stijve krijgen of hebben:. οὐκ ἔστιν... ἀνὴρ ὅστις πρὸς ἐμὲ πρόσεισιν ἐστυκώς er is geen man die mij benadert met een stijve Aristoph. Lys. 214; ὡς ἀπὸ Τρίκκης μέχρι Παφλαγονίας στύεσθαι ἐπὶ τὴν Ἀλεξάνδου μητέρα dat hij vanaf Tricca tot aan Paflagonië zijn pik achterna ging op zoek naar de moeder van Alexander Luc. 42.11. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:56, 31 December 2018
English (LSJ)
fut. στύσω [ῡ] AP10.100 (Antiphan.): aor.1 inf.
A στῦσαι Ar. Lys.598:—make stiff or erect: sens. obsc., penem erigere, Ar. l.c.:— Pass. (with intr. pf. Act. ἔστῡκα Id.Av.557, Lys.989, Lacon. 3pl. -αντι ib.996), Id.Av.1256; ἐπίτινα Luc.Alex.11: aor. Pass. ἐστύθην Diog.Ep.35.3.
Greek (Liddell-Scott)
στύω: μέλλ. στύσω [ῡ] Ἀνθ. Π. 10. 100· ἀόρ. ἐστῡσα Ἀριστοφ. Λυσ. 598· (ἴδε ἐν λ. στῦλος). Κάμνω τι νὰ σηκωθῇ, νὰ σταθῇ ὄρθιον, νὰ «τσιτωθῇ», ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασ., δηλ. ἐπὶ τοῦ ἀνδρ. μορίου, penem erigere, ἀλλ’ ὅστις ἔτι στῦσαι δυνατὸς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Παθ., μετὰ πρκμ. ἀμεταβ. ἐνεργ. ἔστῡκα (Λακων. γ΄ πληθ. -αντι Ἀριστοφ. Λυσ. 996)· ὥστε θαυμάζειν ὅπως οὕτω γέρων ὢν στύομαι τριέμβολον Ἀριστοφ. Ὄρν. 1256· ἐπί τινα Λουκ. Ἀλέξ. 11...
French (Bailly abrégé)
f. στύσω, ao. ἔστυσα, pf. ἔστυκα;
être en érection.
Étymologie: R. Στυ, se tenir debout ; cf. R. Στα, v. ἵστημι.
Greek Monolingual
ΝΑ
(κυρίως το μέσ.) στύομαι
έχω το πέος ή την κλειτορίδα τεντωμένα, έχω στύση, έχω διεγερθεί
αρχ.
(το ενεργ.) (κυρίως σχετικά με το γεννητικό μόριο) κάνω σκληρό ή κάνω να σηκωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στύω έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα στ- της ρίζας του ἵστημι με παρέκταση -u/F- (βλ. λ. στύλος)].
Greek Monolingual
ΝΑ
(κυρίως το μέσ.) στύομαι
έχω το πέος ή την κλειτορίδα τεντωμένα, έχω στύση, έχω διεγερθεί
αρχ.
(το ενεργ.) (κυρίως σχετικά με το γεννητικό μόριο) κάνω σκληρό ή κάνω να σηκωθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στύω έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα στ- της ρίζας του ἵστημι με παρέκταση -u/F- (βλ. λ. στύλος)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στύω [~ στῦλος] perf. Laconisch 3 plur. ἐστύκαντι Aristoph. Lys. 996, een erectie krijgen, (hem) omhoog krijgen:; ὅστις ἔτι στῦσαι δύνατος alwie hem nog omhoog kan krijgen Aristoph. Lys. 80; meestal pass. met intrans. perf. ἔστυκα een stijve krijgen of hebben:. οὐκ ἔστιν... ἀνὴρ ὅστις πρὸς ἐμὲ πρόσεισιν ἐστυκώς er is geen man die mij benadert met een stijve Aristoph. Lys. 214; ὡς ἀπὸ Τρίκκης μέχρι Παφλαγονίας στύεσθαι ἐπὶ τὴν Ἀλεξάνδου μητέρα dat hij vanaf Tricca tot aan Paflagonië zijn pik achterna ging op zoek naar de moeder van Alexander Luc. 42.11.