κηδεία: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source
(3)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κηδεία:''' ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> некровное родство, свойство: κηδείαν ξυνάψαι τινί Eur. породниться с кем-л. (через брак); ἢ πρὸς αἵματος ἢ κατὰ κηδείαν Arst. (семейная связь) по кровному родству или свойству; ἡ πρός τινα κ. Arst. свойство с кем-л.;<br /><b class="num">2)</b> погребение (εἶρξαι τὸ [[σῶμα]] κηδείας τῆς νενομισμένης Plut.).
|elrutext='''κηδεία:''' ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> некровное родство, свойство: κηδείαν ξυνάψαι τινί Eur. породниться с кем-л. (через брак); ἢ πρὸς αἵματος ἢ κατὰ κηδείαν Arst. (семейная связь) по кровному родству или свойству; ἡ πρός τινα κ. Arst. свойство с кем-л.;<br /><b class="num">2)</b> погребение (εἶρξαι τὸ [[σῶμα]] κηδείας τῆς νενομισμένης Plut.).
}}
{{elnl
|elnltext=κηδεία -ας, ἡ [κηδεύω] verwantschap, huwelijksband:. κηδείαν ξυνάψαι huwelijksbanden aanknopen Eur. Suppl. 134; κηδεῖαί τ ’ ἐγένοντο κατὰ τὰς πόλεις overal in de steden ontstonden betrekkingen tussen aangetrouwde families Aristot. Pol. 1280b36.
}}
}}

Revision as of 10:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηδεία Medium diacritics: κηδεία Low diacritics: κηδεία Capitals: ΚΗΔΕΙΑ
Transliteration A: kēdeía Transliteration B: kēdeia Transliteration C: kideia Beta Code: khdei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A care for the dead, funeral, A.R.2.836; κ. καὶ περιστολή D.H.3.21, BGU896.7 (ii A.D.), cf. Onos.36.1, etc.; mourning, ἐξανίστασθαι ἐκ τῆς κηδείας SIG1219.14 (Gambreum, iii B.C.).    II connexion by marriage, alliance, κηδείαν ξυνάψαι τινί E.Supp.134; συνάγειν ἀνθρώπους εἰς κ. X.Mem.2.6.36; κ. συνάπτεσθαι πρός τινα Plb. 1.9.2; ἢ πρὸς αἵματος ἢ κατὰ . . κηδείαν Arist.Pol.1262a11; κηδεῖαι ἐγένοντο κατὰ τὰς πόλεις ib.1280b36; ἐκ τῆς πρὸς Διονύσιον κ. ib. 1307a39.

German (Pape)

[Seite 1429] ἡ, 1) Bestattung eines Todten, Leichenbegängniß; νέκυος Ap. Rh. 2, 836; D. Hal. 3, 21. 6, 96 u. a. Sp. – 2) Verwandtschaft, Verschwägerung; οὐκ ἐγγενῆ ξυνῆψα κηδείαν δόμοις Eur. Suppl. 134; συνάγειν ἀνθρώπους εἰς κηδείαν Xen. Hem. 2, 6, 36; ἡ πρός τινα κηδεία Arist. pol. 5, 7; διὰ κηδείαν καὶ συγγένειαν D. Hal. 3, 29.

Greek (Liddell-Scott)

κηδεία: ἡ, (κῆδος) φροντὶς περὶ τοῦ νεκροῦ, ἐκφορά, ταφή, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 836, Διον. Ἁλ. 3· 31· θρῆνος, πένθος, ἐξανίστασθαι ἐκ τῆς κηδείας Συλλ. Ἐπιγρ. 3562. 14. ΙΙ. συγγένεια ἐκ γάμου, ἐπιγαμία, «συμπεθερειό», Λατ. affinitas, κηδείαν ξυνάψαι τινὶ Εὐρ. Ἱκέτ. 134· συνάγειν τινὰς εἰς κηδείαν Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 36· ἢ πρὸς αἵματος ἢ κατὰ... κηδείαν Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 3, 7· ― ὡσαύτως ἐπὶ συνάψεως δημοσίων σχέσεων, κηδεῖαι ἐγένοντο κατὰ τὰς πόλεις αὐτόθι 3. 9, 13· ἐκ τῆς πρὸς Διονύσιον κ. αὐτόθι 5. 7, 10.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
parenté, alliance.
Étymologie: κηδεύω.

Greek Monolingual

η (ΑΜ κηδεία) κηδεύω
η φροντίδα για τον νεκρό, η εθιμική θρησκευτική και κοινωνική πράξη της εκφοράς και της ταφής του νεκρού
αρχ.
1. θρήνος, πένθος
2. συγγένεια εξ επιγαμίας, συμπεθεριό, κηδεστία («ἢ πρὸς αἵματος ἢ κατ' οἰκειότητα καὶ κηδείαν αὐτοῡ», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηδεύω με σημ. «φροντίζω, περιποιούμαι». Η γενικότερη σημ. της «φροντίδας» εξειδικεύθηκε σε «φροντίδα για τον νεκρό, για την ταφή του»].

Greek Monotonic

κηδεία: ἡ (κῆδος), φροντίδα για το νεκρό, εκφορά, ταφή, συμπεθέρεμα, Λατ. affinitas, σε Ευρ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κηδεία: ἡ тж. pl.
1) некровное родство, свойство: κηδείαν ξυνάψαι τινί Eur. породниться с кем-л. (через брак); ἢ πρὸς αἵματος ἢ κατὰ κηδείαν Arst. (семейная связь) по кровному родству или свойству; ἡ πρός τινα κ. Arst. свойство с кем-л.;
2) погребение (εἶρξαι τὸ σῶμα κηδείας τῆς νενομισμένης Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηδεία -ας, ἡ [κηδεύω] verwantschap, huwelijksband:. κηδείαν ξυνάψαι huwelijksbanden aanknopen Eur. Suppl. 134; κηδεῖαί τ ’ ἐγένοντο κατὰ τὰς πόλεις overal in de steden ontstonden betrekkingen tussen aangetrouwde families Aristot. Pol. 1280b36.